Τι σημαίνει το Appetit στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης Appetit στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Appetit στο Γερμανικό.
Η λέξη Appetit στο Γερμανικό σημαίνει όρεξη, τάισμα, πείνα, πεινάω λίγο, πεινάω λιγάκι, καλή όρεξη, κτ μου ανοίγει την όρεξη, Καλή όρεξη!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης Appetit
όρεξη
|
τάισμα(übertragen) (διαδικασία) Das Baby hatte heute Morgen einen gesunden Appetit. ⓘDieser Satz ist keine Übersetzung des englischen Satzes. Το μωρό ξύπνησε για τον πρωινό θηλασμό. |
πείνα
Jane bereitete immer große Portionen zu Mittag, denn ihre heranwachsenden Kinder hatten immer Hunger. Η Τζέιν πάντα έφτιαχνε τεράστιες ποσότητες για μεσημεριανό για να ικανοποιήσει την πείνα των παιδιών της που ήταν στην ανάπτυξη. |
πεινάω λίγο, πεινάω λιγάκι
ⓘDieser Satz ist keine Übersetzung des englischen Satzes. ⓘDieser Satz ist keine Übersetzung des englischen Satzes. Φαίνεται να ψιλοπείνασες (or: Φαίνεσαι ψιλοπεινασμένος). Πάμε να φάμε κάτι; |
καλή όρεξη
|
κτ μου ανοίγει την όρεξη
|
Καλή όρεξη!
|
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Appetit στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.