Τι σημαίνει το austrocknen στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης austrocknen στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του austrocknen στο Γερμανικό.
Η λέξη austrocknen στο Γερμανικό σημαίνει αποξήρανση, στεγνώνω, ξεραίνω, αποξηραίνω, ξεραίνομαι, στεγνώνω, αφυδατώνομαι, αφυδατώνομαι, αφυδατώνω, φεύγω, ξήρανση, ξεραίνομαι, σκάω, σκάζω, κάνω συντήρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης austrocknen
αποξήρανση
|
στεγνώνω(κυριολεκτικά) Während einer Dürre können Bäche komplett austrocknen. Κατά τη διάρκεια της ξηρασίας τα ποτάμια μπορεί να στεγνώσουν. |
ξεραίνω
|
αποξηραίνω
|
ξεραίνομαι, στεγνώνω
Meine Haut trocknet aus, wenn ich nicht jeden Tag Feuchtigkeitspflege verwende. Το δέρμα μου ξεραίνεται αν δεν χρησιμοποιώ ενυδατική κρέμα κάθε μέρα. |
αφυδατώνομαι
|
αφυδατώνομαι
|
αφυδατώνω
|
φεύγω
Der Boden war vollgesaugt und brauchte eine Ewigkeit, bis er trocken wurde. Το χώμα είχε ποτίσει και το νερό πήρε καιρό να φύγει (or: στραγγίξει). |
ξήρανση
|
ξεραίνομαι(ugs) Verkochen lässt Fleisch trocken werden. Το υπερβολικό ψήσιμο κάνει το κρέας να ξεραθεί. |
σκάω, σκάζω
Der kalte Winter wird deine Lippen austrocknen, wenn du sie nicht schützt. Ο κρύος χειμερινός αέρας θα σου σκάσει τα χείλη αν δεν τα προστατεύσεις. |
κάνω συντήρηση(σκυρόδεμα, μπετόν) Sobald der Beton verschüttet wurde, muss man ihn austrocknen lassen (or: aushärten lassen). |
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του austrocknen στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.