Τι σημαίνει το flitzen στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης flitzen στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flitzen στο Γερμανικό.
Η λέξη flitzen στο Γερμανικό σημαίνει τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, πετάγομαι, τρέχω, πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα, ορμώ, χιμάω, τρέχω, κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γοργά, τρέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης flitzen
τρέχω(μτφ: πάω βιαστικά) |
τρέχω
|
τρέχω
|
τρέχω
Ich sah dich heute Morgen die Straße runter flitzen, als du versucht hast, deinen Bus zu kriegen. Σε είδα να τρέχεις στον δρόμο σήμερα το πρωί για να μη χάσεις το λεωφορείο σου. |
πετάγομαι(rennen) Der Dieb flitzte in eine Gasse, als er die Polizei kommen sah. Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται. |
τρέχω
|
πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα(umgangssprachlich) |
ορμώ, χιμάω
|
τρέχω
Der Hund rannte den Hügel hinunter. Το σκυλί κατέβηκε το λόφο τρέχοντας. |
κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα
|
κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γοργά
Ο κατάσκοπος μπήκε γρήγορα σε μια είσοδο. |
τρέχω(μεταφορικά) |
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flitzen στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.