Τι σημαίνει το gleichbleibend στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gleichbleibend στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gleichbleibend στο Γερμανικό.
Η λέξη gleichbleibend στο Γερμανικό σημαίνει σταθερός, αμετάβλητος, σταθερά, μόνιμα, σταθερός, μονόχρωμος, συνεπής, σταθερά, σταθερός, σταθερός, καθημερινός, απλός, κλασικός, αμετάβλητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gleichbleibend
σταθερός, αμετάβλητος
|
σταθερά, μόνιμα
Ihr Stich hat eine gleichbleibende Form. Το ράψιμό της είναι πάντα ομοιόμορφο. |
σταθερός
Die Benzinpreise sind diesen Monat gleichgeblieben. Οι τιμές του πετρελαίου παρέμειναν σταθερές αυτόν τον μήνα. |
μονόχρωμος
|
συνεπής
|
σταθερά
|
σταθερός
Koche die Brühe konstant 10 Minuten. Κράτα το ζωμό σε σταθερό βρασμό για δέκα λεπτά. |
σταθερός
Er ist ein konstanter Arbeiter, der selten Fehler macht. Είναι ένας πολύ συνεπής εργαζόμενος. Σπανίως κάνει λάθη. |
καθημερινός, απλός, κλασικός
New: Gewohnheitsgemäß ging ich nach dem Aufstehen zuerst ins Bad, bemerkte nicht die geschlossene Tür, und überraschte meine Mitbewohnerin unter der Dusche. Ήταν απλά μια συνηθισμένη μέρα. Δεν έγινε τίποτα το ιδιαίτερο. |
αμετάβλητος
|
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gleichbleibend στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.