Τι σημαίνει το Knüppel στο Γερμανικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Knüppel στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Knüppel στο Γερμανικό.

Η λέξη Knüppel στο Γερμανικό σημαίνει ρόπαλο, ρόπαλο, μπιγιέτα, μπιγέτα, ρόπαλο, κλομπ, ρόπαλο, κλομπ, χτυπάω, χτυπώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Knüppel

ρόπαλο

ρόπαλο

μπιγιέτα, μπιγέτα

(Metall)

ρόπαλο

(ματσούκι)

Der Wärter schlug das Tier mit einem Knüppel (od: Schlagstock).
Ο άνθρωπος των σπηλαίων χτύπησε το ζώο με ένα ρόπαλο.

κλομπ

Polizisten mit Schlagstöcken versuchten, die Menge auseinanderzutreiben.
Αστυνομικοί με κλομπ προσπάθησαν να διαλύσουν το πλήθος.

ρόπαλο

κλομπ

χτυπάω, χτυπώ

(με κάτι βαρύ)

Der Wärter schlug mit einem Knüppel auf das Tier ein.

Ας μάθουμε Γερμανικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Knüppel στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.

Γνωρίζετε για το Γερμανικό

Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.