Τι σημαίνει το Leck στο Γερμανικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Leck στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Leck στο Γερμανικό.

Η λέξη Leck στο Γερμανικό σημαίνει διαρροή, διαρροή, διαρροή, διαρροή, που στάζει, δεν μας χέζεις, σ' έχω γραμμένο, βάλτο εκεί που ξέρεις, χώστο εκεί που ξέρεις, Άντε και γαμήσου!, άει στο διάολο, άντε χάσου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Leck

διαρροή

Der Behälter hatte ein Leck und war somit bald leer.
Το δοχείο είχε μια διαρροή και σύντομα άδειασε.

διαρροή

Die Ölfirma musste eine Gruppe aussenden, die sich um das Leck in der Pipeline kümmert.
Η πετρελαϊκή εταιρεία χρειάστηκε να στείλει μια ομάδα για να αντιμετωπίσει μια μεγάλη διαρροή σε έναν αγωγό.

διαρροή

διαρροή

(μεταφορικά)

που στάζει

δεν μας χέζεις

(Slang, vulgär) (αργκό, προσβλητικό)

Wenn du es nicht magst, ist das zu schade - Leck mich!
Και τι έγινε που δεν σου αρέσει; Χέσε μας!

σ' έχω γραμμένο

Δεν σου αρέσει; Λοιπόν, σ' έχω γραμμένο!

βάλτο εκεί που ξέρεις, χώστο εκεί που ξέρεις

(Slang, vulgär) (αργκό, υβριστικό)

Άντε και γαμήσου!

(Slang, vulgär) (χυδαίο, αργκό)

άει στο διάολο, άντε χάσου

(Slang, vulgär) (προσβλητικό)

Ας μάθουμε Γερμανικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Leck στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.

Γνωρίζετε για το Γερμανικό

Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.