Τι σημαίνει το Misserfolg στο Γερμανικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Misserfolg στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Misserfolg στο Γερμανικό.

Η λέξη Misserfolg στο Γερμανικό σημαίνει πανωλεθρία, ήττα, αποτυχία, απογοήτευση, στενοχώρια, δυσαρέσκεια, εκμηδένιση, εξολόθρευση, κακοτυχία, καταστροφή, ήττα, μούφα, φόλα, πίπα, αποτυχία, μια απογοήτευση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Misserfolg

πανωλεθρία, ήττα

αποτυχία

Der Misserfolg des neuen Produkts führte zur Kündigung vieler Mitarbeiter.
Η αποτυχία του νέου προϊόντος ανάγκασε την εταιρεία να απολύσει πολλούς εργαζόμενους.

απογοήτευση, στενοχώρια, δυσαρέσκεια

εκμηδένιση, εξολόθρευση

(μεταφορικά)

κακοτυχία

καταστροφή

ήττα

Die Niederlage stimmte die Fans traurig.
Η ομάδα γνώρισε τη συντριβή από την πρωταθλήτρια Ευρώπης.

μούφα, φόλα, πίπα

(umgangssprachlich) (αργκό: ταινία)

αποτυχία

(umgangssprachlich)

Die neue Marketingkampagne der Firma war ein Flop.
Η νέα εταιρική πρωτοβουλία για το μάρκετινγκ ήταν αποτυχία.

μια απογοήτευση

Simon brach die Schule ab und jetzt ist er dreißig und hat immer noch keinen Job; er ist eine Enttäuschung für seine Eltern.
Ο Σάιμον παράτησε το σχολείο και τώρα είναι τριάντα και ακόμα δεν έχει δουλειά· είναι σκέτη απογοήτευση για τους γονείς του.

Ας μάθουμε Γερμανικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Misserfolg στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.

Γνωρίζετε για το Γερμανικό

Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.