Τι σημαίνει το ratte στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ratte στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ratte στο Γερμανικό.
Η λέξη ratte στο Γερμανικό σημαίνει αρουραίος, ρουφιάνος, ρουφιάνα, λεχρίτης, νυφίτσα, αλεπού, σκουλήκι, φίδι, ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ratte
αρουραίος(Zoologie) Meine Katze hat heute morgen eine Ratte gefangen. Η γάτα μου έπιασε έναν αρουραίο σήμερα το πρωί. |
ρουφιάνος, ρουφιάνα(Slang, übertr., abschätzig) (καθομ, προσβλητικό) Richard hat hinter meinem Rücken über mich beim Chef gelästert; er ist eine Ratte. Ο Ρίτσαρντ με κακολογεί στο αφεντικό μου πίσω από την πλάτη μου. Είναι ρουφιάνος. |
λεχρίτης(Slang: übertragen) (μειωτικό) |
νυφίτσα, αλεπού(übertragen) (μεταφορικά) Die Ratte erzählt im Büro Geschichten über mich. Αυτή η νυφίτσα έχει αρχίσει να διαδίδει φήμες για εμένα στο γραφείο. |
σκουλήκι(Slang) (μεταφορικά, μειωτικό) |
φίδι(Slang, übertragen) (μεταφορικά, προσβλητικό) Vertraue Mark nicht; er ist eine Schlange. |
ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα
|
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ratte στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.