Τι σημαίνει το Vergrößerung στο Γερμανικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Vergrößerung στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Vergrößerung στο Γερμανικό.

Η λέξη Vergrößerung στο Γερμανικό σημαίνει διαστολή, διεύρυνση, υπερτροφία, μεγέθυνση, αύξηση, αυξητική, αύξηση, μεγέθυνση, μεγέθυνση, μεγέθυνση, μεγέθυνση, βελτίωση, αύξηση, μεγέθυνση, αύξηση, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, βελτίωση, ενίσχυση, αύξηση, βρογχοκήλη, μεγιστοποίηση, διαστολή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Vergrößerung

διαστολή, διεύρυνση

υπερτροφία

μεγέθυνση, αύξηση

(υπό κλίμακα ή σταθερό λόγο)

αυξητική, αύξηση

(πλαστική χειρουργική)

Οι αυξητικές στήθους συχνά οδηγούν σε επιπλοκές αργότερα.

μεγέθυνση

μεγέθυνση

μεγέθυνση

(εικόνας, φωτογραφίας)

μεγέθυνση

βελτίωση

(Qualität)

Die Verbesserungen am Haus steigerten seinen Wert.
Οι βελτιώσεις στο σπίτι αύξησαν την αξία του.

αύξηση

μεγέθυνση

(Technik)

αύξηση, μεγέθυνση

(ισχύς, πλούτος)

επέκταση, διεύρυνση

(μεγάλωμα, πλάτεμα)

βελτίωση, ενίσχυση

(Qualität)

Die Verbesserung des Images der Firma kam daher, dass sie in letzter Zeit viele wohltätige Dinge getan hat.
Η ενίσχυση της εταιρικής εικόνας προέκυψε από την πρόσφατη φιλανθρωπική δράση της.

αύξηση

βρογχοκήλη

μεγιστοποίηση

διαστολή

(κόλπου)

Ας μάθουμε Γερμανικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Vergrößerung στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.

Γνωρίζετε για το Γερμανικό

Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.