Yunanca içindeki el ne anlama geliyor?
Yunanca'deki el kelimesinin anlamı nedir? Makale, tam anlamını, telaffuzunu ve iki dilli örneklerle birlikte el'ün Yunanca'te nasıl kullanılacağına ilişkin talimatları açıklamaktadır.
Yunanca içindeki el kelimesi χέρι, χαρτί, φύλλο, χειροκίνητος, χειραποσκευή, παλάμη, κόλπο, ανέγγιχτος, ανενόχλητος, άθικτος, ενημερωτικό έντυπο, κατάσχω, μεταχειρισμένος, τέχνη, γραφικός χαρακτήρας, αγνός, παρθένος, παίρνω κτ από κπ, γρήγορος, κλεφτός, κατάσχεση, μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος, χειροποίητος, κρυφός, μυστικός, επισεσυρμένος, επιδέξιος, χειρόγραφος, κάτω από το τραπέζι, κατασχεμένος, μυστικά, κρυφά, χειρωνακτικά, μυστικά, κρυφά, κρυφά, μυστικά, στα κρυφά, κάτω από το τραπέζι, χειροκίνητα, χέρι-χέρι, πρόχειρος, εργαλείο, γραφικός χαρακτήρας, τσάντα, κάρο, κίνηση, φυλλάδιο, μύλος καφέ, αρπαγή, σαπούνι, φακός, σκαλοπάτι, σκαλί, καροτσάκι, καταπάτηση, χειρόγραφο, τσάντα, μεταβίβαση, φακός, μανικιούρ, πιστόλι, πιστόλι, περίστροφο, χειροτεχνία, χειραψία, μικρό τσεκούρι, επιδεξιότητα, πονηριά, χειρόγραφο, μανσόν, περίστροφο, ρεβέρ, backhand, χειροπράκτης, σιδερικό, χειροβομβίδα, χάντμπολ, πετσέτα προσώπου, χειρόφρενο, χειροτεχνία, τσάντα, επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, χειροτεχνία, ταχυδακτυλουργία, κανονική γραφή, κόπος, χειρονομία, αόρατο χέρι, ο παπάς, ψήφος δια ανατάσεως, ψήφος δια ανατάσεως της χειρός, παρθένος τόπος, χρωματιστό χαρτόνι, δεξί χέρι, τσάντα, σανίδα κοπής, Ελ Σαλβαδόρ, χειραποσκευή, αριστερό χέρι, χειραποσκευές, χειρωνακτική εργασία, απολυμαντικό χεριών, πλάγια γραφή, ρούχα από δεύτερο χέρι, χειροτεχνία, κάνω νόημα, κάνω νεύμα, χαιρετώ δια χειραψίας, διαθέσιμος, εύκαιρος, αναλαμβάνω δράση, χειροκροτάω, χειροκροτώ anlamına gelir. Daha fazla bilgi için lütfen aşağıdaki ayrıntılara bakın.
el kelimesinin anlamı
χέρι(μέρος σώματος) Ellerini cebine soktu. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. |
χαρτί, φύλλο(iskambilde) (παιχνίδι με τράπουλα) Elim çok güzel. Sıra kimde? Έχω φοβερό χαρτί. Ποιος παίζει; |
χειροκίνητος(elle çalışan) Bu sadece ufak bir el pompası, ama işimize yarayabilir. Είναι μόνο μια μικρή χειροκίνητη αντλία, αλλά μπορεί να φανεί χρήσιμη. |
χειραποσκευή(bagaj) |
παλάμη(ölçü) |
κόλπο(iskambil) |
ανέγγιχτος(αγνός) |
ανενόχλητος(μεταφορικά) |
άθικτος(doğa, vb.) |
ενημερωτικό έντυπο
Το ενημερωτικό έντυπο λέει πως πρέπει να εγγραφείς διαδικτυακά. Η γραμματέας διασφάλισε πως υπήρχαν αρκετά αντίγραφα του ενημερωτικού εντύπου για όλους όσους συμμετείχαν στη σύσκεψη. |
κατάσχω
ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Η εφορία κατάσχεσε το σπίτι του για οφειλές προς το δημόσιο. |
μεταχειρισμένος
|
τέχνη
ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Η τέχνη της τυπογραφίας έχει αλλάξει από την εποχή των κινητών μεταλλικών στοιχείων. |
γραφικός χαρακτήρας
Ο Λούκας έχει περίτεχνο γραφικό χαρακτήρα. |
αγνός, παρθένος
|
παίρνω κτ από κπ(bir şeyi birisinden) Ο φίλος του, του πήρε την τηλεόραση. |
γρήγορος, κλεφτός
|
κατάσχεση(hukuk) |
μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος(από δεύτερο χέρι) Kullanılmış bebek giysilerini bize verdi. Μας έδωσε τα φορεμένα μωρουδιακά ρούχα της. |
χειροποίητος(φτιαγμένος στο χέρι) |
κρυφός, μυστικός
|
επισεσυρμένος
|
επιδέξιος
|
χειρόγραφος
|
κάτω από το τραπέζι(μεταφορικά) |
κατασχεμένος
|
μυστικά, κρυφά
Το'σκασαν και παντρεύτηκαν μυστικά (or: κρυφά) σε άλλη πολιτεία. |
χειρωνακτικά
|
μυστικά, κρυφά
|
κρυφά, μυστικά
|
στα κρυφά
|
κάτω από το τραπέζι(μεταφορικά) |
χειροκίνητα
|
χέρι-χέρι
Τα κορίτσια ήταν καλές φίλες και συχνά τις έβλεπες να περπατούν χέρι-χέρι. |
πρόχειρος
Έχω πρόχειρο έναν φακό λόγω των συχνών διακοπών ρεύματος. |
εργαλείο
Bütün aletlerimi atölyede bulundururum. ⓘBu cümle, İngilizce cümlenin çevirisi değildir. Το ταυ είναι ένα σχεδιαστικό όργανο για τη χάραξη ευθειών. |
γραφικός χαρακτήρας
El yazısı çok zor okunuyordu. Το γράψιμό του ήταν εξαιρετικά δυσανάγνωστο. |
τσάντα(γυναικεία) Cüzdanını çıkarmak için el çantasını açtı. Άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει το πορτοφόλι της. |
κάρο
Ο αγρότης οδήγησε το κάρο του στην αγορά για πουλήσει το εμπόρευμά του. |
κίνηση
Οι άγριες χειρονομίες του Πωλ όταν μιλούσε ήταν κάπως τρομακτικές μερικές φορές. |
φυλλάδιο
Η λέσχη μοίρασε φυλλάδια στο πανεπιστήμιο. |
μύλος καφέ
|
αρπαγή(άτομο, αντικείμενο) Η κατάληψη της πόλης από τον στρατό ήταν μια σημαντική στιγμή στην πολεμική στρατηγική του στρατηγού. |
σαπούνι
Το σαπούνι ήταν σε ένα πιατάκι δίπλα από τον νιπτήρα. |
φακός
Θα είχε σκοτεινιάσει μέχρι να γυρίσει σπίτι και έτσι ο Γκάβιν πήρε μαζί του έναν φακό. |
σκαλοπάτι, σκαλί(σκάλα) Πρόσεχε το δεύτερο σκαλοπάτι (or: σκαλί). Είναι ραγισμένο. |
καροτσάκι
|
καταπάτηση(ιδιοκτησίας, περιουσίας) |
χειρόγραφο
|
τσάντα(γυναικεία) |
μεταβίβαση
Στην πραγματικότητα κανείς δεν είδε ιδίοις όμμασι τη μεταβίβαση των εγγράφων. |
φακός
|
μανικιούρ
Παρακαλώ κλείστε μου ένα ραντεβού για μανικιούρ αύριο. |
πιστόλι
Η αστυνομία βρήκε ένα πιστόλι στην τσέπη του άνδρα. |
πιστόλι, περίστροφο
|
χειροτεχνία
|
χειραψία
|
μικρό τσεκούρι
|
επιδεξιότητα, πονηριά(ικανότητα) |
χειρόγραφο
|
μανσόν
|
περίστροφο
|
ρεβέρ, backhand(spor) |
χειροπράκτης
|
σιδερικό(modası geçmiş, argo) (αργκό) |
χειροβομβίδα(χειρός) |
χάντμπολ(spor) (σπορ) |
πετσέτα προσώπου
|
χειρόφρενο(araç) |
χειροτεχνία
|
τσάντα
|
επιδεξιότητα, δεξιοσύνη
|
χειροτεχνία
|
ταχυδακτυλουργία
|
κανονική γραφή
|
κόπος(σωματική προσπάθεια) |
χειρονομία
|
αόρατο χέρι(μεταφορικά) |
ο παπάς(παιχνίδι) |
ψήφος δια ανατάσεως, ψήφος δια ανατάσεως της χειρός
|
παρθένος τόπος
|
χρωματιστό χαρτόνι
Τα παιδιά έφτιαξαν διακοσμητικές αλυσίδες από χρωματιστό χαρτόνι. |
δεξί χέρι
|
τσάντα
|
σανίδα κοπής
|
Ελ Σαλβαδόρ(Orta Amerika ülkesi) |
χειραποσκευή
Οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες επιτρέπουν μόνο μία χειραποσκευή. Δεν μπορείς να κουβαλήσεις σπρέι ή αιχμηρά αντικείμενα στη χειραποσκευή σου. |
αριστερό χέρι
Παραδοσιακά, η βέρα φοριέται στο αριστερό χέρι. Αν και χήρα, ακόμα φοράει τη βέρα της στο αριστερό της χέρι. |
χειραποσκευές
|
χειρωνακτική εργασία
Αν και οι μηχανές χρησιμοποιούνται στην παραγωγή των περισσοτέρων αγαθών, η επιδιόρθωσή τους γίνεται ακόμα με χειρωνακτική εργασία. |
απολυμαντικό χεριών
|
πλάγια γραφή
Το μουσείο έχει ένα γράμμα της Ελισάβετ της 1ης προς τον πατέρα της, γραμμένο με το χέρι με πανέμορφα πλάγια γράμματα. Στο εσώφυλλο, με πανέμορφα πλάγια, ήταν ένα απόσπασμα από τον Dryden. |
ρούχα από δεύτερο χέρι
|
χειροτεχνία
|
κάνω νόημα, κάνω νεύμα
|
χαιρετώ δια χειραψίας
Οι δυο επιχειρηματίες χαιρετήθηκαν δια χειραψίας. |
διαθέσιμος, εύκαιρος
|
αναλαμβάνω δράση
Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση. |
χειροκροτάω, χειροκροτώ
Το κοινό χειροκρότησε δυνατά όταν ανέβηκε στη σκηνή η μπάντα. |
Yunanca öğrenelim
Artık el'ün Yunanca içindeki anlamı hakkında daha fazla bilgi sahibi olduğunuza göre, seçilen örnekler aracılığıyla bunların nasıl kullanılacağını ve nasıl yapılacağını öğrenebilirsiniz. onları okuyun. Ve önerdiğimiz ilgili kelimeleri öğrenmeyi unutmayın. Web sitemiz sürekli olarak yeni kelimeler ve yeni örneklerle güncellenmektedir, böylece bilmediğiniz diğer kelimelerin anlamlarını Yunanca içinde arayabilirsiniz.
Yunanca sözcükleri güncellendi
Yunanca hakkında bilginiz var mı
Yunanca, Yunanistan, Batı ve Kuzeydoğu Küçük Asya, Güney İtalya, Arnavutluk ve Kıbrıs'ta konuşulan bir Hint-Avrupa dilidir. 34 yüzyıla yayılan, tüm yaşayan dillerin en uzun kayıtlı tarihine sahiptir. Yunan alfabesi, Yunanca yazmak için ana yazı sistemidir. Yunanca, Batı Dünyası ve Hıristiyanlık tarihinde önemli bir yere sahiptir; Antik Yunan edebiyatı, İlyada ve Odýsseia gibi Batı edebiyatı üzerinde son derece önemli ve etkili eserlere sahiptir. Yunanca aynı zamanda bilimde, özellikle astronomi, matematik ve mantıkta ve Aristoteles'inkiler gibi Batı felsefesinde birçok metnin temel olduğu dildir. İncil'deki Yeni Ahit Yunanca yazılmıştır. Bu dil Yunanistan, Kıbrıs, İtalya, Arnavutluk ve Türkiye'de 13 milyondan fazla kişi tarafından konuşulmaktadır.