Τι σημαίνει το carica στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης carica στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carica στο Ιταλικό.
Η λέξη carica στο Ιταλικό σημαίνει φορτίο, φορτίο, φόρτιση, έφοδος, επέλαση, θέση, αξίωμα, θέση, ισχύς, γέμισμα, θέση, πανικός, χαμός, ορμώ, ορμώ, χιμώ, γεμίζω, φορτίζω, χρεώνω, φορτώνω, κουρδίζω, ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω, οπλίζω, κάνω buffering, φορτώνω, φορτώνω, προετοιμάζομαι για ρίψη, κουρδίζω, φορτώνω, μαρκάρω, επιβαρύνω, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, ανεβάζω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, φορτώνω, γεμίζω, φορτισμένος, φορτισμένος, ηλεκτρισμένος, φορτίο, φορτωμένος, ξεσηκωμένος, φορτίο, φορτίο, φορτίο, λεωφορείο, ένα φορτηγό, φορτίο, γεμάτος, βάρος, φορτίο, φορτίο, φορτίο, ενεργός, φορτίο, η ποσότητα που χωράει, φορτίο, ομάδα, φορτίο, ενθουσιασμένος, ξεσηκωμένος, φορτωμένος, ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένος, φορτίο, βάρος, φόρτος, φορτίο, ζωή, ιαιμία, ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ, κινητοποιώ, εκρηκτική ύλη, εν ενεργεία, με ωρολογιακό μηχανισμό, υπερσεξουαλικός, κουρδιστός, που γεμίζει από μπροστά, κουρδιστός, στην αρχηγία, πρωθυπουργία, υπουργός, αξίωμα πρεσβευτή, αξίωμα πρέσβη, καγκελαρία, θέση προξένου, αξίωμα του κυβερνήτη, θέση του κυβερνήτη, δικαστικό αξίωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης carica
φορτίοsostantivo femminile (fisica: elettrica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Invece dei proiettili, un taser spara una carica elettrica da 50.000 volt. |
φορτίοsostantivo femminile (esplosiva) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La polizia ritiene che l'attentatore abbia detonato una carica che portava con sé. |
φόρτισηsostantivo femminile (stato della batteria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La batteria del mio cellulare si è scaricata. |
έφοδος(militare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'attacco di Pickett è stato un importante evento della Guerra civile americana. |
επέλαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La carica del nemico è stata improvvisa e brutale. |
θέσηsostantivo femminile (εργασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La posizione al Consiglio era una carica desiderata da tutti. Η θέση εργασίας στην επιτροπή ήταν μια θέση που ήθελαν όλοι. |
αξίωμαsostantivo femminile (politica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il candidato governatore non aveva mai concorso per una carica così alta. Ο υποψήφιος κυβερνήτης δεν είχε θέσει ποτέ πριν υποψηφιότητα για υψηλό αξίωμα. |
θέση(εργασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lee è stato chiamato per una carica nel governo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το πόστο του είναι στην αποθήκη και σηκώνει βάρη όλη μέρα. |
ισχύς(batterie) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quella batteria non ha più carica. Δεν έχει μείνει ισχύς στην μπαταρία. |
γέμισμα(arma da fuoco) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το αγόρι ετοίμασε το επόμενο γέμισμα για το στρατιώτη. |
θέση(ruolo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È un uomo molto importante. Ha una carica importante nell'azienda. |
πανικός, χαμός(corsa) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è stato l'assalto a comprare i biglietti prima che finissero. Έγινε πανικός για να πάρει ο κόσμος εισιτήρια προτού εξαντληθούν. |
ορμώverbo transitivo o transitivo pronominale (correre contro, attaccare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il toro caricava di continuo. |
ορμώ, χιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (sport: attaccare) (σε κάποιον, κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'altra squadra ha caricato il quarterback. Η άλλη ομάδα ρίχτηκε στον επιθετικό. |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I soldati caricarono il cannone e questo sparò nuovamente. |
φορτίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (batteria) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo mettere in carica il cellulare. Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου. |
χρεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banca addebita una commissione se il saldo va sotto un determinato importo. |
φορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (oggetto, merce, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουρδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Serve una chiave particolare per caricare l'orologio. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις ειδικό κλειδί, για να κουρδίσεις το ρολόι. |
ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ(animali) Tutto d'un tratto il toro caricò l'allevatore. |
φορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo dare una mano a caricare il bagaglio per il nostro viaggio in campeggio. |
φορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (riempire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo caricò il camion e poi se ne andò. Οι άντρες φόρτωσαν το φορτηγό και μετά αναχώρησαν. |
οπλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (armi da fuoco) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando ha visto il cervo, il cacciatore ha caricato il fucile. Ο κυνηγός όπλισε το τουφέκι του όταν είδε το ελάφι. |
κάνω bufferingverbo intransitivo (internet: video) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sto cercando di guardare questo video ma si ferma a caricare di continuo. Προσπαθώ να δω ένα βίντεο αλλά ο υπολογιστής συνεχώς φορτώνει. |
φορτώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I camion devono avvicinarsi al molo per caricare. Τα φορτηγά πρέπει να μεταβούν στην προβλήτα για να φορτώσουν. |
φορτώνωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nave sta caricando al molo. Το πλοίο φορτώνει (or: επιβιβάζει) στην προβλήτα. |
προετοιμάζομαι για ρίψηverbo intransitivo (baseball) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il lanciatore carica e poi lancia la palla. |
κουρδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima che gli orologi avessero le batterie bisognava caricarli. |
φορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (su un veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo caricare le valigie in macchina prima di partire. |
μαρκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (hockey: bloccare un giocatore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non caricare mai da dietro un altro giocatore di hockey perché potresti provocargli serie lesioni alla colonna vertebrale. |
επιβαρύνω(in senso astratto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pacco pesante gravava sulla schiena di Mary mentre lei saliva sulla collina. |
Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!interiezione (στρατός) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ανεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eugene ha promesso di caricare i file entro la fine della giornata. Ο Γιουτζίν υποσχέθηκε να ανεβάσει τα αρχεία μέχρι το τέλος της ημέρας. |
φορτώνω, γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo caricato la macchina e siamo partiti per la spiaggia. |
φορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ti racconto mai i miei problemi perché non voglio gravare su di te. Δε σου λέω ποτέ τις ανησυχίες μου γιατί δε θέλω να σε επιβαρύνω. |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (armi da fuoco) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il soldato smise di sparare per ricaricare. Ο στρατιώτης σταμάτησε να πυροβολεί ώστε να γεμίσει το όπλο του. |
φορτισμένος(di elettricità) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Protoni ed elettroni sono particelle cariche di elettricità. |
φορτισμένος, ηλεκτρισμένος(μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'aria era carica di tensione dopo il recente litigio della coppia. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη εξαιτίας της πρόσφατης διαφωνίας του ζευγαριού. |
φορτίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo è un carico pesante per una macchina così piccola. |
φορτωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il camion carico era visibilmente più basso a causa del peso. |
ξεσηκωμένοςaggettivo (figurato: eccitato) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
φορτίο(κυριολεξία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'asino può portare un carico pesante. Ο γάιδαρος μπορεί να μεταφέρει βαριά φορτία. |
φορτίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Trasportò il pesante carico su per la collina. Κουβάλησε το βαρύ φορτίο πάνω στο λόφο. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το φορτίο του πλοίου θα επιθεωρηθεί όταν το πλοίο ελλιμενιστεί σε ξένη χώρα. |
λεωφορείοsostantivo maschile (autobus) (ως ποσότητα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il conducente trasportava un carico di turisti verso le antiche rovine. Ο οδηγός μετέφερε ένα λεωφορείο τουρίστες στα αρχαία χαλάσματα. |
ένα φορτηγόsostantivo maschile (για φορτίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'allevatore ha donato un carico di prodotti freschi al banco alimentare. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γεμάτοςaggettivo (arma) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pistola era carica e chiusa in una cassaforte. |
βάροςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il carico del suo zaino pesante gli gravava sulle ginocchia. Το βάρος του σακιδίου του ζόριζε τα γόνατά του. |
φορτίοsostantivo maschile (quantità di merce) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'autista ha preso un carico al molo. Ο οδηγός του φορτηγού παρέλαβε ένα φορτίο στην αποβάθρα. |
φορτίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φορτίοsostantivo maschile (bucato) (επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Svuotò la lavatrice, appese gli abiti ad asciugare e ci mise dentro un nuovo carico. Άδειασε το πλυντήριο, άπλωσε τα ρούχα για να στεγνώσουν και έβαλε μέσα το επόμενο φορτίο (or: γέμισμα). |
ενεργόςaggettivo (munizioni) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Durante le esercitazioni l'esercito usa le cartucce invece di munizioni cariche. Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά. |
φορτίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tutto il carico di bestiame si è ammalato e quasi tutti i capi sono morti durante il viaggio. |
η ποσότητα που χωράειsostantivo maschile (unità di misura) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) A occhio e croce qui ci sono 50 carichi di terra per un camion. Υπολογίζω ότι εδώ υπάρχουν 50 φορτηγά χώμα. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il camion ha portato un grosso carico di legname in città. Το φορτηγό έφερε στην πόλη ένα μεγάλο φορτίο ξυλείας. |
ομάδα(persone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gruppo di neoassunti sta aspettando all'ingresso. Η ομάδα των νεοπροσληφθέντων περιμένει στην αίθουσα αναμονής. |
φορτίο(generico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La nave trasportava merci attraverso l'Atlantico. Το πλοίο μετλεφερε εμπορεύματα από τη μια πλευρά του Ατλαντικού στην άλλη. |
ενθουσιασμένος, ξεσηκωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I bambini erano tutti eccitati e correvano in tondo come pazzi. |
φορτωμένοςaggettivo (με κτ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Un camion carico procedeva lentamente lungo una ripida collina. Το φορτωμένο φορτηγό ανέβαινε αργά τον απότομο λόφο. |
ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένος(figurato: motivato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stuart ha fatto alla squadra un discorso preparatorio e loro ne sono usciti tutti carichi. |
φορτίο, βάροςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I pilastri dell'edificio sopportano il carico dei piani superiori. Οι κολώνες του κτηρίου στηρίζουν το φορτίο των από πάνω ορόφων. |
φόρτοςsostantivo maschile (quantità di lavoro) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Questo semestre ho un carico di lavoro notevole. Έχω μεγάλο φόρτο εργασίας αυτό το εξάμηνο. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli operai stavano scaricando la partita sul molo. Εργάτες ξεφόρτωναν το φορτίο στην αποβάθρα. |
ζωή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιαιμία(livello di virus nel sangue) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ, κινητοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκρηκτική ύλη
La granata non è detonata quindi non c'è stata nessuna esplosione. |
εν ενεργείαlocuzione aggettivale (rivolto a persone) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il sindaco in carica ha fatto un buon lavoro durante il suo mandato. Ο εν ενεργεία δήμαρχος έχει κάνει καλή δουλειά κατά τη θητεία του. |
με ωρολογιακό μηχανισμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La bomba era equipaggiata di un dispositivo a orologeria. |
υπερσεξουαλικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κουρδιστόςlocuzione aggettivale (orologi, giochi, congegni) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ai miei figli piaceva tantissimo giocare con semplici giocattoli a carica manuale. |
που γεμίζει από μπροστάaggettivo (lavatrice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le lavatrici a carica frontale consumano molta meno energia rispetto a quelle a carica dall'alto. Τα πλυντήρια που γεμίζουν από μπροστά είναι πιο αποδοτικά από αυτά που γεμίζουν από πάνω. |
κουρδιστόςaggettivo (με το χέρι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στην αρχηγία(nominato in una posizione) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ronald Reagan era ancora in carica quando mi sono trasferito negli Stati Uniti. |
πρωθυπουργίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπουργόςsostantivo maschile (UK) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αξίωμα πρεσβευτή, αξίωμα πρέσβηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καγκελαρίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέση προξένου(diplomazia) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αξίωμα του κυβερνήτη, θέση του κυβερνήτη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δικαστικό αξίωμα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carica στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του carica
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.