Τι σημαίνει το cotto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cotto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cotto στο Ιταλικό.
Η λέξη cotto στο Ιταλικό σημαίνει μαγειρεμένος, εξουθενωμένος, πτώμα, λιώμα, ψόφιος, ξεμυαλισμένος, ξετρελαμένος, στουπί, λιώμα, κουρούμπελο, καταγοητευμένος, ερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος, έτοιμος, λιώμα, είμαι εξαντλημένος, ψήνω, μαγειρεύομαι, ψήνω, καίγομαι, μαγειρεύω, σκάω, ψήνομαι, σκληραίνω, μαγειρεύω στο πήλινο, στα κάρβουνα, στα κάρβουνα, ψητός, μελάτος, ωμός, άψητος, άψητος, άψητος, παραμαγειρεμένος, κολλάω με κπ, με το κόκαλο, τρελά ερωτευμένος, φέτα ζαμπόν, τρελός για κπ, παλαβός για κπ, μου αρέσει κπ, μισοψημένος, καλοψημένος, καλομαγειρεμένος, τρελός για κπ, σουφλέ, ογκρατέν, ξετρελαμένος, τρελαμένος, φαγητό στο μπάρμπεκιου, φούρνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cotto
μαγειρεμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'ente benefico fornisce cibi cotti agli anziani. |
εξουθενωμένος(figurato: stanco) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
πτώμα, λιώμαaggettivo (informale: sfinito) (αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
ψόφιοςaggettivo (figurato: stanco) (καθομ, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah era del tutto cotta dopo gli esami finali. |
ξεμυαλισμένος, ξετρελαμένος(formale) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στουπί, λιώμα, κουρούμπελο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Tina è ubriaca, ha bevuto decisamente troppo. |
καταγοητευμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dal suo sguardo si capisce che è totalmente infatuato. |
ερωτοχτυπημένος, ερωτευμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
έτοιμος(cibi) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Spegni il fornello: le bistecche sono pronte. |
λιώμα(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
είμαι εξαντλημένος
Sono distrutto, andiamo a casa. Τα έχω παίξει. Πάμε σπίτι. |
ψήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ceramiche vengono cotte in fornace. Τα πήλινα αντικείμενα ψήνονται σε καμίνια. |
μαγειρεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lasciate la pentola sul fuoco a fiamma bassa e lasciate cuocere. Αφήστε την κατσαρόλα σε σιγανή φωτιά και αφήστε να μαγειρευτεί. |
ψήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (infornare la ceramica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ceramista cuoce la ceramica in un forno. |
καίγομαιverbo intransitivo (figurato, informale: avere caldo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sole era alto nel cielo e i turisti cuocevano sulla spiaggia. |
μαγειρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ετοιμάζω φαγητώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cucinate il pesce per quindici minuti. Μου αρέσει να μαγειρεύω Κινέζικο. |
σκάω, ψήνομαιverbo intransitivo (figurato: aver caldo) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Io qui sto cuocendo. Non puoi aprire una finestra? |
σκληραίνω(κάτι: λόγω θερμότητας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vialetto è tutto infangato ora, ma presto il sole lo seccherà. Το δρομάκι έχει λάσπη τώρα, αλλά ο ήλιος θα τη σκληρύνει σύντομα. |
μαγειρεύω στο πήλινοverbo transitivo o transitivo pronominale (in recipienti di ceramica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom ha stufato un po' della selvaggina cacciata la scorsa settimana e ne ha fatto una minestra. |
στα κάρβουνα(cibo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στα κάρβουνα
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il pollo grigliato è la scelta migliore per un picnic estivo al parco. |
ψητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pollo cotto al forno di Maria è molto rinomato in famiglia. Το ψητό κοτόπουλο της Μαρίας είναι φημισμένο στην οικογένειά μας. |
μελάτοςaggettivo (uovo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi piacciono le uova poco cotte per poterle spalmare sul toast. |
ωμόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La carne cruda può essere congelata per sei mesi al massimo. |
άψητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il maiale poco cotto potrebbe contenere parassiti o batteri pericolosi. |
άψητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I clienti si lamentarono con il cameriere perché le loro bistecche non erano cotte a sufficienza. |
άψητοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παραμαγειρεμένος(μαγειρική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho dimenticato di spegnere il fornello e i broccoli sono scotti. Ξέχασα να κλείσω το μάτι της κουζίνας και το μπρόκολο παράβρασε. |
κολλάω με κπ(μεταφορικά) |
με το κόκαλοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρελά ερωτευμένοςlocuzione aggettivale (figurato, informale) Dopo il primo appuntamento Clara scoprì di essere innamorata cotta di Matt. |
φέτα ζαμπόνsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando fa la prima colazione fuori, lei ordina sempre prosciutto cotto tagliato spesso piuttosto che del bacon. |
τρελός για κπ, παλαβός για κπaggettivo (figurato, innamorato) (μεταφορικά, καθομ) Non capisco che cosa ci trovi, ma è pazza di lui. |
μου αρέσει κπverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μισοψημένοςlocuzione aggettivale (cucina: carne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le bistecche mi piacciono al sangue, quasi del tutto rosse. Οι μπριζόλες μου αρέσουν σενιάν, σχεδόν ωμές. |
καλοψημένοςlocuzione aggettivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mi piace la bistecca ben cotta perché non sopporto la vista del sangue. Προτιμώ την μπριζόλα μου καλοψημένη επειδή δεν αντέχω τη θέα του αίματος. |
καλομαγειρεμένοςlocuzione aggettivale (completamente) (ανάλογα τον τρόπο μαγειρέματος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τρελός για κπ(formale) (μεταφορικά) Gary è infatuato di Evie e farebbe qualunque cosa per lei. |
σουφλέ, ογκρατένaggettivo (di cibo) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
ξετρελαμένος, τρελαμένοςaggettivo (figurato, informale) (με κάποιον/κάτι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Becca è proprio cotta del nuovo impiegato. Η Μπέκα είναι απόλυτα τρελαμένη με τον νέο συνάδελφό της. |
φαγητό στο μπάρμπεκιουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli Henderson stanno mangiando cibo cotto sul barbecue stasera, anche se è inverno! |
φούρνου(σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cotto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cotto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.