Τι σημαίνει το diminuire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης diminuire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diminuire στο Ιταλικό.
Η λέξη diminuire στο Ιταλικό σημαίνει πέφτω, πέφτω, αργοσβήνω, αποκλιμακώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, μικραίνω, περιορίζω, καταστέλλω, αποκλιμακώνω, περιορίζω, μικραίνω, λεπταίνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, μετριάζω, λεπταίνω, μικραίνω, λιγοστεύω, ελαττώνομαι, μειώνομαι, αποδεκατίζω, υποχωρώ, σβήνω, καταλαγιάζω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω, κονταίνω, μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω, κατεβαίνω, πέφτω, μειώνω, ελαττώνω, ελαττώνω, μειώνω, περικόπτω, μειώνω, ελαττώνω, υποχωρώ, καταλαγιάζω, πέφτω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, χαλαρώνω, μετριάζω, πέφτω, μειώνω, ελαττώνω, μετριάζω, υποχωρώ, ελαττώνω, μειώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, χάνω, μειώνομαι, πέφτω, εκτονώνω την κυκλοφοριακή συμφόρηση, εκτονώνω την κυκλοφοριακή συμφόρηση, μειώνομαι, μειώνω, περικόπτω, περιορίζω, σταδιακή μείωση, περιορίζω σταδιακά κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης diminuire
πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il livello dell'acqua scenderà con la bassa marea. Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης. |
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le azioni sono scese oggi. Η μετοχή έπεσε σήμερα. |
αργοσβήνω(gradualmente) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποκλιμακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ελαττώνομαι, μειώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il vento diminuì e il mare si calmò. Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε. |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo un po' di minuti la pioggia è diminuita e Tom ha deciso di tornare a casa a piedi. Η βροχή ελαττώθηκε μετά από μερικά λεπτά και έτσι ο Τομ αποφάσισε να περπατήσει σπίτι. |
λιγοστεύω, μικραίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le possibilità che arriviamo prima che inizi a piovere stanno diminuendo. Οι πιθανότητες να φτάσουμε πριν ξεκινήσει η βροχή λιγοστεύουν. |
περιορίζω, καταστέλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκλιμακώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορίζω, μικραίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λεπταίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il consumo d'acqua deve diminuire se vogliamo evitare la siccità. Η κατανάλωση νερού πρέπει να μειωθεί (or: ελαττωθεί) για να αποφύγουμε την ανομβρία. |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda ha ridotto il budget per la formazione. Η εταιρεία μείωσε τον προϋπολογισμό της για την εκπαίδευση. |
μετριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È dimostrato che l'aspirina allevi i #mal di testa di debole intensità per la maggior parte delle persone. Η ασπιρίνη αποδεδειγμένα μετριάζει τον ελαφρύ πονοκέφαλο στους περισσότερους ανθρώπους. |
λεπταίνω, μικραίνω, λιγοστεύω, ελαττώνομαι, μειώνομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'interesse di Alice per la letteratura si affievolì man mano che cresceva. |
αποδεκατίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esercito riuscì a contenere le forze nemiche. |
υποχωρώverbo intransitivo (στάθμη νερού) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando il livello dell'acqua calerà gli abitanti saranno lasciati rientrare a casa. Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει. |
σβήνω, καταλαγιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι φωνές καταλάγιασαν όταν ο αστέρας της ροκ ξεκίνησε να τραγουδά. |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La frequentazione in chiesa è diminuita mano a mano che le persone si trasferivano in periferia. |
χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pioggia si attenuò dopo quattro ore di diluvio incessante. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η δυνατή βροχή ελαττώθηκε μετά από τέσσερις ώρες ακατάπαυστης νεροποντής. |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ora che Trevor ha perso il lavoro deve ridurre le sue uscite mensili. Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του. |
κονταίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sarto mi ha accorciato i pantaloni. |
μετριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La crisi economica farà scendere i prezzi delle case. Η τρέχουσα οικονομική κρίση θα ελαττώσει τις τιμές των κατοικιών. |
κατεβαίνωverbo intransitivo (αριθμοί) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La percentuale delle infezioni di HIV finalmente inizia a diminuire. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Recentemente la produttività della compagnia è calata. |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η νέα γραμματέας της Κάτιας την ελάφρυνε κατά πολύ από τον βαρύ φόρτο εργασίας της. |
ελαττώνω, μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo ridurre il tempo necessario a elaborare le fatture. |
περικόπτω, μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (costi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tagli del budget hanno costretto l'azienda a ridurre le spese. |
υποχωρώ, καταλαγιάζω(συναισθήματα, προβλήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un anno dopo la morte di lei, il suo dolore iniziò a calare. Ένα χρόνο μετά το θάνατό της, ο πόνος του έχει αρχίσει να υποχωρεί. |
πέφτωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I prezzi in questo negozio sono calati notevolmente. Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί. |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banca ha ridotto il tasso di interesse del nostro mutuo. |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le vendite di computer fissi sono scese negli ultimi anni in quanto molti preferiscono i portatili. Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς. |
χαλαρώνω, μετριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oliver allentò la presa e ridusse la pressione sul braccio di James. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήρε να κουβαλήσει κι αυτός μερικές σακούλες και μείωσε την πίεση στο χέρι της Μαρίας. |
πέφτωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da mesi la popolarità del presidente diminuisce. Η δημοτικότητα του προέδρου πέφτει εδώ και μήνες. |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fabbrica dovette ridurre il personale a causa della mancanza di domanda per il prodotto. Το εργοστάσιο έπρεπε να μειώσει (or: ελαττώσει) το προσωπικό του εξαιτίας της έλλειψης ζήτησης για τα προϊόντα του. |
μετριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ridurre le pressioni) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La costruzione del nuovo edificio ha alleviato la richiesta di abitazioni. Η νέα οικοδομή μετρίασε τη ζήτηση κατοικίας. |
υποχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ελαττώνω, μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sciolto la corda per allentare la tensione. Χαλάρωσε το σκοινί για να μειώσει την τάση. |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Negli ultimi anni il numero di visitatori in questa città è diminuito. |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La forza di Kate stava venendo meno dopo dieci chilometri di corsa. Mio nonno è molto vecchio e comincia a venir meno. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχανε τη δύναμή του μετά το τρέξιμο δέκα χιλιομέτρων. |
μειώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I prezzi potrebbero slittare un poco dopo la stagione turistica. |
πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι τιμές των μετοχών έπεσαν σήμερα το απόγευμα. |
εκτονώνω την κυκλοφοριακή συμφόρησηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comune sta costruendo una circonvallazione per tentare di fluidificare il traffico nel centro città. |
εκτονώνω την κυκλοφοριακή συμφόρησηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli attacchi sono diminuiti in numero e in intensità. |
μειώνω, περικόπτω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταδιακή μείωση
|
περιορίζω σταδιακά κτ(lentamente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'azienda sta riducendo progressivamente l'attività in quella parte del mondo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diminuire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του diminuire
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.