Τι σημαίνει το eccezionale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης eccezionale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του eccezionale στο Ιταλικό.
Η λέξη eccezionale στο Ιταλικό σημαίνει έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, εντυπωσιακός, μοναδικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, εξαίρεση στον κανόνα, τέλειος, εξαιρετικός, τέλειος, έξοχος, εξαιρετικός, φοβερός, τρομερός, απαράμιλλος, απίστευτος, απίθανος, καταπληκτικός, άριστος, θαυμάσιος, καταπληκτικός, εξαίρετος, εξαιρετικός, εξαίσιος, έξοχος, εξαιρετικός, σπουδαίος, που ξεπερνά κτ, που υπερβαίνει κτ, τεράστιος, μεγαλοπρεπής, εξαιρετικός, εκπληκτικός, θαύμα, εξαιρετικός, εκπληκτικός, εξαίσιος, θεσπέσιος, έξοχος, εξαίσιος, θαυμάσιος, απίστευτος, υπέροχος, καταπληκτκός, φοβερός, ιδιαίτερος, εξαιρετικός, αξιοσημείωτος, εντυπωσιακός, αξιόλογος, φοβερός, τρομερός, απίστευτος, απίθανος, άριστος, λαμπρός, εξαιρετικός, εκπληκτικός, καταπληκτικός, υπερφυσικός, εντυπωσιακός, ξεχωριστός, έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκπληκτικός, φοβερός, φανταστικός, απίστευτος, απίθανος, εξαίρετος, εξαιρετικός, φίνος, τέλεια, άψογα, φοβερά, τρομερά, καταπληκτικά, τεράστιος, άψογος, τέλειος, άριστος, εξαιρετικός, φίνος, σένιος, καταπληκτικός, εκπληκτικός, εκπληκτικός, καταπληκτικός, εξαιρετικός, τέλειος, υπέροχος, εξαίρετος, εξαιρετικός, εξαίσιος, υπέροχος, θαυμάσιος, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, υπέροχος, εξαιρετικός, τέλεια, εξαιρετικά, Τι τύχη είναι αυτή;, δεν γεμίζω το μάτι σε κπ, καταπληκτικός, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, τρομερός, θαύμα, όνειρο, φοβερός, λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία, μεγάλη σοδειά, αντικανονικό φορτίο, καταπληκτική απόδοση, εξαιρετική απόδοση, εκπληκτική απόδοση, εξαιρετικές περιπτώσεις, εξαιρετικές περιστάσεις, εξαιρετικά προικισμένος, αφύσικο γεγονός, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης eccezionale
έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος(non ordinario) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In quella partita ha giocato in modo eccezionale e non dovremmo aspettarci di vederlo così spesso a questo livello. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο τρόπος που έπαιξε σε αυτόν τον αγώνα ήταν έξοχος (or: εξαιρετικός), και δεν θα έπρεπε να περιμένουμε να ξαναδούμε τέτοιο επίπεδο από αυτόν ξανά σύντομα. |
έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, εντυπωσιακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Molti esperti considerano le compagnie eccezionali come i titoli più stabili su cui investire. |
μοναδικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un tipo eccezionale che è cresciuto all'estero. |
εξαίρεση στον κανόναaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È inconsueto che nevichi ad aprile, ma non è la prima volta. |
τέλειοςaggettivo (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξαιρετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La performance dell'attore è stata eccezionale. |
τέλειος, έξοχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξαιρετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fiona è una studentessa eccezionale; ci aspettiamo molto da lei agli esami. |
φοβερός, τρομερόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il concerto è stato eccezionale! |
απαράμιλλος(figurato: eccezionale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vino costoso è incomparabile a quello economico. |
απίστευτος, απίθανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aspetta che ti dica quello che mi è successo nel fine settimana: è stato incredibile! Περίμενε μέχρι να σου πω τι μου συνέβη το σαββατοκύριακο· ήταν απίστευτο! |
καταπληκτικός, άριστος(figurato: ottimo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è stato un anno d'oro per la Apple. |
θαυμάσιος, καταπληκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una cuoca eccellente. Είναι θαυμάσια (or: καταπληκτική) μαγείρισσα. |
εξαίρετος, εξαιρετικός, εξαίσιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha eccellenti capacità commerciali. Έχει εξαίρετες (or: εξαιρετικές) επιχειρηματικές ικανότητες. |
έξοχος, εξαιρετικός, σπουδαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bravo. Hai fatto un lavoro eccellente. Μπράβο. Έκανες έξοχη δουλειά. |
που ξεπερνά κτ, που υπερβαίνει κτ(δυνατότητες, προσδοκίες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rachel ha fatto degli sforzi straordinari per ottenere la borsa di studio. Η Ρέιτσελ ξεπέρασε τον εαυτό της για να καταφέρει να πάρει την υποτροφία. |
τεράστιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I giocatori di rugby hanno spesso delle cosce grandissime. Ci fu un'enorme esplosione che demolì metà delle case della strada. Οι παίκτες του ράγκμπι συχνά έχουν τεράστιους μηρούς. |
μεγαλοπρεπήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le donne della chiesa ci hanno preparato una cena eccezionale. |
εξαιρετικός, εκπληκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per le sue eccellenti prestazioni scolastiche, i genitori di Danny gli hanno comprato un cucciolo. |
θαύμα
(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) È incredibile che tu sia uscito illeso dall'incidente stradale. |
εξαιρετικός, εκπληκτικός, εξαίσιος, θεσπέσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έξοχος, εξαίσιος, θαυμάσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απίστευτος, υπέροχος, καταπληκτκός, φοβερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hai visto il suo ultimo film? È bellissimo! Έχεις δει τη νέα ταινία του; Είναι καταπληκτική! |
ιδιαίτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non tutti possono fare il portiere nel calcio. Servono doti particolari. Δε μπορούν όλοι να είναι τερματοφύλακες. Απαιτείται ιδιαίτερο ταλέντο. |
εξαιρετικός, αξιοσημείωτος, εντυπωσιακόςaggettivo (καλό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'atleta ha fatto un salto straordinario. Ο αθλητής έκανε ένα εξαιρετικό (or: εντυπωσιακό) άλμα. |
αξιόλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Emma lavora a tempo pieno e studia per la laurea magistrale: è eccezionale. Η Έμμα εργάζεται με πλήρη απασχόληση και ταυτόχρονα μελετά για το μεταπτυχιακό της. Είναι σπουδαία (or: ξεχωριστή). |
φοβερός, τρομερός, απίστευτος, απίθανοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quello è un film eccezionale, dovresti andare a vederlo. Είναι φοβερή ταινία· να πας να τη δεις. |
άριστος, λαμπρός, εξαιρετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua prestazione eccezionale nella gara le è valsa una medaglia. Η άριστη επίδοση στον αγώνα τής χάρισε ένα μετάλλιο. |
εκπληκτικός, καταπληκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo quadro è un meraviglioso esempio dello stile romantico. |
υπερφυσικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il bambino ha una straordinaria predisposizione per la matematica. |
εντυπωσιακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il piano è stato un successo eccezionale e ha finito per salvare la compagnia. |
ξεχωριστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκπληκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φοβερός, φανταστικόςaggettivo (ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απίστευτος, απίθανοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vista è straordinaria, si può vedere per chilometri. Η θέα είναι απίστευτη (or: απίθανη). Μπορείς να δεις μίλια μακριά. |
εξαίρετος, εξαιρετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il gruppo di danza irlandese ha fatto un'esibizione eccezionale. |
φίνοςaggettivo (αργκό, παλαιό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È davvero stupendo, è proprio il migliore! Είναι απίθανος, απλά δεν υπάρχει. |
τέλεια, άψογα, φοβερά, τρομερά, καταπληκτικάinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Vai in vacanza a Cancun? Fantastico! Θα πας διακοπές στο Κανκούν; Τέλεια! |
τεράστιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il party è stato un grande successo. Το πάρτι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. |
άψογος, τέλειος, άριστος, εξαιρετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La prestazione della ginnasta è stata eccellente. Η παράσταση του γυμναστή ήταν έξοχη. |
φίνος, σένιοςaggettivo (παλαιό, αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Larry ha raccontato una storia eccezionale alla festa. Ο Λάρυ διηγήθηκε μια φίνα ιστορία στο πάρτυ. |
καταπληκτικός, εκπληκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Che idea eccezionale! Incredibile! |
εκπληκτικός, καταπληκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mercato era un posto meraviglioso con tutti gli oggetti strani in vendita. |
εξαιρετικός, τέλειος, υπέροχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un'idea favolosa! |
εξαίρετος, εξαιρετικός, εξαίσιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se cerchi traduttori lei è ottima. Αν ψάχνεις για μεταφράστριες, εκείνη είναι εξαίρετη (or: εξαιρετική). |
υπέροχος, θαυμάσιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Che panorama magnifico! Τι υπέροχη (or: θαυμάσια) θέα! |
ιδιαίτερος, ξεχωριστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John era una persona straordinaria. |
υπέροχος, εξαιρετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James ha servito una bottiglia di vino eccezionale a cena. Ο Τζέιμς σέρβιρε ένα υπέροχο (or: εξαιρετικό) μπουκάλι κρασί μαζί με το δείπνο. |
τέλειαaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sei stato grande. Τα πήγες πολύ καλά. |
εξαιρετικά(ασυνήθιστα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È stato eccezionalmente freddo per essere settembre. |
Τι τύχη είναι αυτή;interiezione |
δεν γεμίζω το μάτι σε κπ(informale, spesso rivolto a persone) (μεταφορικά, προφορικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non è un granché, ma è simpatico e ha un buon lavoro. Δεν είναι εντυπωσιακό. Είμαι, όμως, το σπιτικό μας. |
καταπληκτικός, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, τρομερός(con enfasi) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτός ο καπνιστός σολομός είναι φοβερός με σάλτσα τζίντζερ. Το φαγητό ήταν φανταστικό. |
θαύμα, όνειροsostantivo femminile (μτφ: για όλα τα γένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φοβερόςsostantivo femminile (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua nuova canzone ha riscosso un successo eccezionale. |
μεγάλη σοδειάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quest'anno i contadini prevedono un raccolto eccezionale. |
αντικανονικό φορτίο
|
καταπληκτική απόδοση, εξαιρετική απόδοση, εκπληκτική απόδοσηsostantivo femminile (sport) (σύνολο αγώνα) Il centrocampista vinse la gara con una spettacolare prestazione all'ultimo secondo. |
εξαιρετικές περιπτώσεις, εξαιρετικές περιστάσεις
Un laccio emostatico va usato solo in circostanze estreme. |
εξαιρετικά προικισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci sono stati grandi pittori, ma Picasso era un artista eccezionalmente dotato. |
αφύσικο γεγονόςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Neve all'equatore? È stato solo un capriccio della natura. |
-sostantivo femminile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του eccezionale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του eccezionale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.