Τι σημαίνει το figura στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης figura στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του figura στο Ιταλικό.

Η λέξη figura στο Ιταλικό σημαίνει φιγούρα, σχήμα, σχέδιο, φιγούρα, σιλουέτα, σχήμα, μορφή, προσωπικότητα, σχήμα, σχήμα, φιγούρα, σχήμα, σώμα, κορμί, εικόνα, περίγραμμα, περιλαμβάνομαι σε κτ, ανδρείκελο, αίνιγμα, μυστήριο, εικόνα, εξέχουσα προσωπικότητα, διακεκριμένη προσωπικότητα, ιδιωματισμός, χτύπημα στο σώμα, καλλιτεχνικό πατινάζ, ισχυρό πρόσωπο, προσωπικότητα με επιρροή, ηγετική φυσιογνωμία, μητρική φιγούρα, δημόσιο πρόσωπο, ολόσωμος, δείχνω γελοίος, δεν φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, κρέμασμα, σακούλιασμα, ασήμαντος, πατινάζ, γυναίκα με μητρικό ρόλο, σημαντικός παίκτης, πατρικό πρότυπο, πρόσωπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης figura

φιγούρα

sostantivo femminile (carte da gioco)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il re, la regina e il fante sono chiamate figure.

σχήμα

(geometria)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini imparavano a disegnare figure semplici come triangoli e quadrati.
Τα παιδιά μάθαιναν να σχεδιάζουν απλά σχήματα όπως τρίγωνα και τετράγωνα.

σχέδιο

(σε χαρτί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La figura canina che ha realizzato nell'ora di arte era notevole.

φιγούρα

sostantivo femminile (pattinaggio, danza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ballerini, proviamo di nuovo la seconda figura!

σιλουέτα

(fisico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sì, ha una bella figura.

σχήμα

sostantivo femminile (tipi di sillogismo) (συλλογισμού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La posizione del termine centrale rispetto agli altri due termini è ciò che determina la figura di un sillogismo.

μορφή

sostantivo femminile (musica) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il chitarrista si è esercitato nel suonare la figura finché non gli è venuta alla perfezione.

προσωπικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Essendo una figura pubblica era criticato da molti.

σχήμα

sostantivo femminile (geometria)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli studenti disegnavano figure come quadrati e triangoli.

σχήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Riesco solo a scorgere la forma di un cavallo in questo quadro cubista.

φιγούρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella semioscurità ha visto la magra sagoma di un uomo.

σχήμα

(grafico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per una ulteriore spiegazione di questo punto vedere il diagramma uno a pagina seguente.

σώμα, κορμί

(immagine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha una figura così bella.

εικόνα

(apparenza) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua immagine austera era accentuata dai suoi abiti scuri e dal colorito pallido.
Η αυστηρή του εμφάνιση τονιζόταν από τα σκούρα του ρούχα και το χλωμό του δέρμα.

περίγραμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I turisti seguivano la forma della montagna all'orizzonte con i loro occhi.

περιλαμβάνομαι σε κτ

verbo

Assicurati che nella tua dichiarazione dei redditi siano correttamente riportate le spese di luce e riscaldamento.

ανδρείκελο

(inutile, insignificante)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αίνιγμα, μυστήριο

(di persona) (μυστηριώδες άτομο, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle è così cupo e silenzioso: un vero enigma.

εικόνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fa una buona impressione quando si veste in modo formale.

εξέχουσα προσωπικότητα, διακεκριμένη προσωπικότητα

sostantivo femminile (persona) (για άνθρωπο)

ιδιωματισμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Devo interpretarlo letteralmente o è solo una figura retorica?

χτύπημα στο σώμα

sostantivo maschile (pugilato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha preso un colpo alla figura diretto ed è caduto al tappeto.

καλλιτεχνικό πατινάζ

sostantivo maschile (sport invernale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il pattinaggio di figura è il mio sport preferito delle Olimpiadi invernali. Il pattinaggio di figura combina salti atletici con movimenti leggiadri.

ισχυρό πρόσωπο, προσωπικότητα με επιρροή

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chomsky è una figura influente nel campo della linguistica.

ηγετική φυσιογνωμία

sostantivo femminile (personaggio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μητρική φιγούρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δημόσιο πρόσωπο

sostantivo femminile

ολόσωμος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δείχνω γελοίος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δεν φέρνω κπ σε δύσκολη θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρέμασμα, σακούλιασμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il ponte aveva una sagoma inclinata nel mezzo.

ασήμαντος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

πατινάζ

sostantivo maschile (sport)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il pattinaggio di figura è uno sport invernale che si compone di specialità diverse, come la danza o il pattinaggio sincronizzato.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το πατινάζ είναι το αγαπημένο μου άθλημα το οποίο παρακολουθώ κατά τη διάρκεια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων.

γυναίκα με μητρικό ρόλο

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημαντικός παίκτης

sostantivo femminile (figura importante) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
È coinvolto nel processo decisionale - È una figura di spicco.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Κύπρος είναι σημαντικός παίκτης στον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης.

πατρικό πρότυπο

sostantivo femminile

πρόσωπο

sostantivo maschile (persona) (μεταφορικά: εκπρόσωπος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Anthony è una figura di rappresentanza per l'azienda; non è il presidente.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του figura στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του figura

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.