Τι σημαίνει το finale στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης finale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του finale στο Ιταλικό.

Η λέξη finale στο Ιταλικό σημαίνει τελικός, τελευταίος, τελικός, τέλος, φινάλε, τελευταίος, τελικός, τελικός, τελικός, που τελειοποιεί κτ, που κάνει κτ τέλειο, καθοριστικός, απώτερος, τελειωτικός, τελικός, καταληκτικός, γενικός, τέλος, κατακλείδα, τελευταίος, τέρμα, συμπερασματικός, τέλος, κλείσιμο, οριστικός, καταληκτικός, πίσω, ακραίος, τελικός, τελική εξέταση, προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον, Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, προημιτελικός, οριστικότητα, τελικό στρώμα, αγωνιώδες φινάλε, αποτέλεσμα, η τελευταία φράση, η τελευταία ατάκα, τελικό προϊόν, τελικό αποτέλεσμα, τελευταία στάση, λέω κτ φεύγοντας, τελική χρήση, τελική έκδοση, τελευταίο σφύρηγμα, αποκορύφωση, τελικό στάδιο, τελική φάση, καταληκτική ημερομηνία, ομοιοκαταληξία στο τέλος της γραμμής, τελευταία φάση, τελική φάση, τελικός χρήστης, προημιτελικός, τακτική στο ποδόσφαιρο, στην οποία ο παίκτης με την μπάλα τρέχει έξω από την επιθετική γραμμή, εξέταση πτυχίου, εξέταση για το πτυχίο, υπόκλιση, ύστατο τέλος, τελευταίες πινελιές, τελευταίες πινελιές, ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα, παραδοτέο, τέλος, Αρμαγεδών, τελικό αποτέλεσμα, κέρδος ή απώλεια, πρόβα, τελευταίες πινελιές, τελείωμα, τελική μορφή ταινίας, η τελευταία στιγμή, αποπληρωμή δανείου εφάπαξ στη λήξη του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης finale

τελικός, τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La partita è finita al fischio finale dell'arbitro.
Το παιχνίδι έληξε με το τελικό (or: τελευταίο) σφύριγμα.

τελικός

sostantivo femminile (sport)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I vincitori di ogni gara si qualificheranno per la finale.
Οι νικητές κάθε προκριματικής σειράς των αγώνων θα περάσουν στον τελικό.

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ai fan non è piaciuto il finale dello show televisivo.
Το τέλος της σειράς δεν άρεσε στους τηλεθεατές.

φινάλε

sostantivo maschile (fase degli scacchi) (σκάκι)

Siccome la sua torre era intrappolata, Brian si trovò alla finale della partita di scacchi.

τελευταίος

(verso la fine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il mistero non viene chiarito fino alla parte finale del libro.
Το μυστήριο δεν λύθηκε πριν το τελευταίο μέρος του βιβλίου. // Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η γιαγιά μου άρχισε να χάνει την ακοή της.

τελικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα λάθη της Ούρσουλα κατέληξαν τελικά στην απόλυσή της.

τελικός

aggettivo (fase)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που τελειοποιεί κτ, που κάνει κτ τέλειο

(per completare o rendere perfetto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con qualche sapiente pennellata finale l'artista terminò il suo dipinto.

καθοριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ministro ha fatto una dichiarazione definitiva in merito alla crisi.

απώτερος

aggettivo (σκοπός, στόχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Glenn lavora come traduttore, tuttavia il suo obiettivo finale è diventare un romanziere.

τελειωτικός, τελικός, καταληκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sta apportando gli ultimi ritocchi alla torta di compleanno.

γενικός

aggettivo (σύνολο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il prezzo finale della casa ammonta a duecentomila dollari.

τέλος

(letteratura, racconti)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nell'epilogo si scopre che i personaggi sono fratelli.

κατακλείδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελευταίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Devi proprio vincere quest'ultima corsa.
Πρέπει πραγματικά να κερδίσεις την τελευταία κούρσα.

τέρμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Solo quattro cavalli arrivarono alla linea del traguardo.

συμπερασματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ultime parole dell'oratore lasciarono perplessi gli spettatori.

τέλος, κλείσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La coda del discorso ispirò numerose domande da parte del pubblico.

οριστικός, καταληκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il paragrafo conclusivo del saggio è scritto bene.

πίσω

Le ultime pagine della rivista sono dedicate alla pubblicità.
Οι πίσω (or: τελευταίες) σελίδες του περιοδικού έχουν διαφημίσεις.

ακραίος, τελικός

aggettivo (συνήθως στο χώρο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo è il punto finale della linea.

τελική εξέταση

sostantivo maschile (πριν την αποφοίτηση)

La scorsa settimana ho sostenuto l'esame finale di chimica.
Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα.

προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alla fine il ciclista fallì la rimonta e arrivò terzo.
Η προσπάθεια του ποδηλάτη να φτάσει (or: προφτάσει) τους αντιπάλους του απέτυχε κι έτσι τερμάτισε τρίτος στον αγώνα.

Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

sostantivo maschile (UK)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Gli studenti dell'Inghilterra, del Galles e dell'Irlanda del Nord fanno gli esami finali della scuola superiore in diverse materie.

προημιτελικός

sostantivo maschile (sport)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La cittadinanza era entusiasta per i quarti di finale della gara canora.

οριστικότητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Non ci sono altre opzioni", disse il professore come atto finale.

τελικό στρώμα

sostantivo femminile

L'ultima cosa che dobbiamo fare è passare una mano finale sulle pareti.

αγωνιώδες φινάλε

La puntata si è chiusa con un finale in sospeso, perciò gli spettatori non sapranno come va a finire fino alla prossima settimana.

αποτέλεσμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η τελευταία φράση, η τελευταία ατάκα

sostantivo femminile (ανέκδοτο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Era una frana con le barzellette perché si scordava sempre la battuta finale.
Ήταν χάλια στο να λέει ανέκδοτα, γιατί πάντα ξεχνούσε την τελευταία ατάκα.

τελικό προϊόν

sostantivo maschile (αποτέλεσμα διεργασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il prodotto finale del processo è un fertilizzante biologico al 100%.

τελικό αποτέλεσμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il risultato finale del processo è una nuova plastica riciclabile.

τελευταία στάση

λέω κτ φεύγοντας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'attrice era furiosa e come stoccata finale ha definito il presentatore della trasmissione un idiota.
Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως χαριστική βολή αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.

τελική χρήση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελική έκδοση

sostantivo femminile

Ecco la versione definitiva del suo discorso, signor Presidente. Dovrebbe comprendere tutti i punti di cui abbiamo discusso.

τελευταίο σφύρηγμα

sostantivo maschile (sportivo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Al fischio finale, le due squadre uscirono dal campo, i giocatori erano esausti e infangati, ma fieri della loro prova.

αποκορύφωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutti gli attori rientrarono in scena per il gran finale.

τελικό στάδιο, τελική φάση

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo mesi di scartoffie, la mia richiesta di cittadinanza britannica è finalmente nella fase finale.

καταληκτική ημερομηνία

sostantivo femminile

ομοιοκαταληξία στο τέλος της γραμμής

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταία φάση, τελική φάση

sostantivo maschile

τελικός χρήστης

sostantivo maschile

Il punto di vista dell'utilizzatore finale è troppo spesso trascurato dai designer industriali.
Πολλές φορές οι σχεδιαστές προϊόντων δεν λαμβάνουν υπόψη την οπτική του τελικού χρήστη.

προημιτελικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τακτική στο ποδόσφαιρο, στην οποία ο παίκτης με την μπάλα τρέχει έξω από την επιθετική γραμμή

sostantivo femminile (football americano)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il giocatore cercò di fare una corsa finale ma fu bloccato.

εξέταση πτυχίου, εξέταση για το πτυχίο

sostantivo maschile (università di Cambridge)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπόκλιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ύστατο τέλος

sostantivo maschile (figurato)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τελευταίες πινελιές

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
E come tocco finale mettiamo un bel fiocco.

τελευταίες πινελιές

sostantivo maschile

ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραδοτέο

sostantivo maschile (συνήθως πληθυντικός)

L'elenco dei prodotti finali è nella fattura.

τέλος

sostantivo maschile (καθοριστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'atto finale si è concluso con il licenziamento di Andrew da parte del suo capo.

Αρμαγεδών

(figurato) (μτφ: όλεθρος, καταστροφή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τελικό αποτέλεσμα

sostantivo maschile (συνέπεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'effetto della mancata osservanza delle procedure di sicurezza può essere un infortunio o la morte.

κέρδος ή απώλεια

(επιχείρησης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bisogna sottrarre le spese della compagnia dai suoi profitti per ricavare la riga finale di bilancio.

πρόβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli attori indossarono i propri costumi per la prova generale dello spettacolo.

τελευταίες πινελιές

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ha passato l'intera mattinata a dare quel tocco finale alla sua vetrina.

τελείωμα

sostantivo maschile (cucito: alla fine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελική μορφή ταινίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η τελευταία στιγμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il film, una storia poliziesca, ci ha tenuto in sospeso fino alla fine.

αποπληρωμή δανείου εφάπαξ στη λήξη του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του finale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του finale

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.