Τι σημαίνει το guardia στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης guardia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guardia στο Ιταλικό.
Η λέξη guardia στο Ιταλικό σημαίνει γκαρντ, σκοπός, φρουρός, κηδεμόνας, φρουρός, σκοπιά, σκοπιά, σκοπός, φύλακας, φρουρός, σκοπός, σκοπός, φυλάω, φυλάγω, λαμβάνω τα μέτρα μου, φύλακας, παρατηρητήριο, φυλάω σκοπιά, σε επιφυλακή, σκύλος φύλακας, σωματοφύλακας, σωματοφύλακας, Βασιλικός Φρουρός, ακτοφυλακή, λιμενοφυλακή, φρουρός, φυλάκιο, φυλάκιο, Βρετανικό σώμα εθελοντών ιππέων, σκύλος φύλακας, ένοπλος φρουρός, ακτοφυλακή, σκάφος της ακτοφυλακής, δασονόμος, δασοφύλακας, ανακτορική φρουρά, εθνοφρουρά, εθνοφυλακή, παλιά φουρνιά, δεσμοφύλακας, θέτω κπ σε επιφυλακή, αναζητώ, ψάχνω, φρουρώ, περιφρουρώ, προειδοποιώ κπ για κτ, ετοιμάζομαι για αγώνα, έχω το νου μου για, προειδοποιώ κπ να μην κάνει κτ, Eπίθεση!, αξιωματικοί, προειδοποιώ, εθνοφρουρός, προειδοποιώ, προειδοποιώ κπ για κτ, βάρδια, παλιά φουρνιά, σκοπιά, συνοδεύω, συνοδεύω, προειδοποιώ κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης guardia
γκαρντsostantivo femminile (pallacanestro) (μπάσκετ) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Al liceo Rick giocava come guardia nella squadra di pallacanestro. |
σκοπός, φρουρόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) La guardia venne chiamata per aiutare a risolvere la situazione. Ο φρουρός εκλήθη να βοηθήσει με το θέμα. |
κηδεμόνας(μόνο για ανήλικο) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
φρουρόςsostantivo femminile (militare) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκοπιάsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il soldato è stato di guardia solo quattro ore. Ο οπλίτης φύλαγε σκοπιά τις τελευταίες τέσσερις ώρες. |
σκοπιάsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) essere di guardia |
σκοπόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Shh! Arriva la guardia! |
φύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φρουρός, σκοπόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκοπός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La sorveglianza del quartiere ha predisposto una sentinella dopo il furto d'appartamento nella zona. |
φυλάω, φυλάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο σκύλος φυλούσε την πίσω αυλή. |
λαμβάνω τα μέτρα μουverbo intransitivo (εναντίον κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'agente di viaggio aveva detto a Beth di stare in guardia contro i borseggiatori durante i viaggi all'estero. Ο ταξιδιωτικός πράκτορας προειδοποίησε την Μπεθ να προσέχει τους πορτοφολάδες όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό. |
φύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Se avete dei problemi nel parco dovreste cercare un ranger. Εάν αντιμετωπίσετε προβλήματα στο πάρκο, απευθυνθείτε σε έναν φύλακα. |
παρατηρητήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Οι αστυνομικοί κάθονταν στο παρατηρητήριο και παρακολουθούσαν για να δουν τυχόν εγκληματική δραστηριότητα. |
φυλάω σκοπιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε επιφυλακήlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo spadaccino, di fronte al nemico si mise in guardia aspettando che attaccasse. |
σκύλος φύλακαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il cartello dice che c'è un cane da guardia nell'area per tutta la notte. Η πινακίδα λέει ότι όλη τη νύχτα υπάρχει σκύλος φύλακας στις εγκαταστάσεις. |
σωματοφύλακαςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le guardie del corpo del Presidente vanno con lui ovunque. |
σωματοφύλακαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
Βασιλικός Φρουρός(Gran Bretagna) Le guardie reali sono le guardie del corpo del monarca britannico. |
ακτοφυλακή, λιμενοφυλακήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli elicotteri che volteggiavano sopra alla spiaggia appartenevano alla guardia costiera. |
φρουρόςsostantivo femminile (militare) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φυλάκιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυλάκιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Βρετανικό σώμα εθελοντών ιππέωνsostantivo femminile (storico) (ιστορικό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σκύλος φύλακαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) I pastori tedeschi sono degli ottimi cani da guardia. Οι γερμανικοί ποιμενικοί γίνονται άριστοι φύλακες. |
ένοπλος φρουρόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ακτοφυλακή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La guardia costiera di questo paese fornisce diversi servizi marittimi. Η ακτοφυλακή της χώρας παρέχει διάφορες ναυτιλιακές υπηρεσίες. |
σκάφος της ακτοφυλακήςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stiamo facendo uscire tutte le lance della guardia costiera per soccorrere la nave in avaria. |
δασονόμος, δασοφύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Se ti becca la guardia forestale a fumare qui, ti farà una multa esorbitante. |
ανακτορική φρουράsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vestita in rosso con delle rifiniture bianche, la guardia di palazzo stava in piedi davanti al cancello. Ντυμένη στα κόκκινα με λευκό σιρίτι η ανακτορική φρουρά στεκόταν στην πύλη. |
εθνοφρουρά, εθνοφυλακήsostantivo femminile (USA) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παλιά φουρνιάsostantivo femminile (μεταφορικά) |
δεσμοφύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
θέτω κπ σε επιφυλακήverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il modo in cui mi osserva mi mette in guardia. |
αναζητώ, ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia è alla ricerca di un pericoloso criminale evaso di prigione. |
φρουρώ, περιφρουρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προειδοποιώ κπ για κτ
|
ετοιμάζομαι για αγώναverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il pugile si mise in guardia prima del fischio dell'arbitro. |
έχω το νου μου για(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È importante stare in guardia contro i serpenti pericolosi nel sottobosco. Είναι σημαντικό να έχεις το νου σου μήπως υπάρχουν επικίνδυνα φίδια στην ύπαιθρο. Έχε το νου σου μήπως δεις καμιά θέση πάρκινγκ. |
προειδοποιώ κπ να μην κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ho messo in guardia dal bere troppo, ma non ha voluto ascoltarmi. Τον προειδοποίησα να μην πιει πολύ, αλλά δε με άκουσε. |
Eπίθεση!interiezione (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αξιωματικοίsostantivo plurale maschile (πολεμικό πλοίο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
προειδοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (avvertire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha messo in guardia suo figlio da quel tipo di comportamento. Προειδοποίησε τον γιο του να αποφύγει τέτοιες συμπεριφορές. |
εθνοφρουρόςsostantivo femminile (militare) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προειδοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η δασκάλα προειδοποίησε τους μαθητές της να μην μιλούν σε αγνώστους. |
προειδοποιώ κπ για κτ
Il capo avvisò i suoi dipendenti in merito alle perdite di tempo. |
βάρδιαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mio turno di guardia sta per cominciare. Η βάρδιά μου θα ξεκινήσει όπου να 'ναι. |
παλιά φουρνιάsostantivo femminile (μεταφορικά) |
σκοπιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il militare era felice di essere arrivato alla fine del suo turno di guardia. |
συνοδεύωverbo intransitivo (di carrozza) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνοδεύω(proteggere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προειδοποιώ κπ για κτverbo intransitivo Il dottore ha messo in guardia dal mangiare troppi dolci. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guardia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του guardia
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.