Τι σημαίνει το ostacolo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ostacolo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ostacolo στο Ιταλικό.
Η λέξη ostacolo στο Ιταλικό σημαίνει εμποδίζω, εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω, χαλάω τα σχέδια, εμποδίζω, τσακίζω, μπλοκάρω, περιορίζω, καθυστερώ, επιβραδύνω, προλαμβάνω, αποκλείω, απομονώνω, παρεμποδίζω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, καθυστερώ, επιβραδύνω, δένω τα χέρια, εμποδίζω, εμποδίζω, εμποδίζω, παραγκωνίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, συγκρούομαι, επιβαρύνω, κάνω παρεμβολές σε κτ, προκαλώ παρεμβολές σε κτ, εμποδίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, ανατρέπω, ματαιώνω, εμποδίζω, εξουδετερώνω, επιβραδύνω, παρακωλύω, εμποδίζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμπόδιο, εμπόδιο, εμπόδιο, εμπόδιο, εμπόδιο, φράχτης, φράκτης, το ζόρικο κομμάτι, το δύσκολο κομμάτι, εμπόδιο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αποκλεισμός, φράχτης ιπποδρομίας, φραγμός, πρόβλημα, εμπόδιο, το πρόβλημα, εμπόδιο, εμπόδιο, αποτροπή, αποσόβηση, εμπόδιο, παρεμπόδιση, παρακώλυση, τοίχος, κώλυμα, εμπόδιο, εμπόδιο, ματαίωση, κατασταλτικός, πρόβλημα, εμπόδιο, μειονέκτημα, διαστρευλώνω τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ostacolo
εμποδίζω(progetto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cattivo tempo ostacolò seriamente i progressi del progetto. Ο κακός καιρός εμπόδισε σημαντικά την πρόοδο του έργου. |
εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω(persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Daniel era in ritardo al lavoro perché la tempesta lo aveva ostacolato. Ο Ντάνιελ άργησε στη δουλειά γιατί τον εμπόδισε η καταιγίδα. |
χαλάω τα σχέδιαverbo transitivo o transitivo pronominale (un piano) (κάποιου, σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rachel ha provato ad andarsene, ma è stata ostacolata dal fratello minore. Η Ρέιτσελ προσπαθούσε να το σκάσει, αλλά ο μικρός αδερφός της της το χάλασε. |
εμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσακίζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perdere il lavoro inaspettatamente ha ostacolato i miei piani per le ferie. |
μπλοκάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fallimento della squadra di ostacolare gli avversari era molto preoccupante. Η αποτυχία της ομάδας να μπλοκάρει τους αντιπάλους ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική. |
περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo autore ritiene che i provvedimenti del governo ostacolino l'innovazione. |
καθυστερώ, επιβραδύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'incompetenza del manager ha ostacolato l'avanzamento del progetto. Η ανικανότητα του μάνατζερ εμπόδιζε την πρόοδο του πρότζεκτ. |
προλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda rivale ha ostacolato la nostra offerta di acquisto vendendo le sue azioni. |
αποκλείω, απομονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I membri del circolo hanno boicottato Samantha dopo aver scoperto che li aveva traditi. |
παρεμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli avversari della squadra di calcio ostacolarono tutti i suoi tentativi prendendo sempre il possesso della palla. |
παρεμποδίζω, παρακωλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perdere il lavoro mi ha proprio bloccato. Πραγματικά με πήγε πίσω το ότι έχασα την δουλειά μου. |
καθυστερώ, επιβραδύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le manette intralciavano il fuggitivo che è stato ricatturato in poco tempo. Οι χειροπέδες επιβράδυναν τον δραπέτη και έτσι πιάστηκε γρήγορα. |
δένω τα χέριαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La legge non permetterà al denaro di ostacolare la giustizia. |
εμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραγκωνίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giornalismo locale è stato intralciato dall'eruzione vulcanica. Έβαλαν στην άκρη την παρουσίαση των τοπικών νέων λόγω της ηφαιστειακής έκρηξης. |
εμποδίζω, παρεμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il terreno accidentato ha ostacolato l'avanzata degli escursionisti. |
συγκρούομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I suoi piani hanno ostacolato quelli del suo nemico. |
επιβαρύνω(in senso astratto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pacco pesante gravava sulla schiena di Mary mentre lei saliva sulla collina. |
κάνω παρεμβολές σε κτ, προκαλώ παρεμβολές σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il forno a microonde interferiva con il segnale. Ο φούρνος μικροκυμάτων έκανε παρεμβολές στο σήμα. |
εμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un uso impoverito del linguaggio vanifica il raggiungimento degli scopi della comunicazione. |
εμποδίζω, παρεμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quel meschino del collega di Irene ha tentato di tutto per intralciare lo svolgimento del suo progetto. Ο μικρόψυχος συνάδελφος της Άιριν έβαλε τα δυνατά του για να εμποδίσει την πρόοδο του πρότζεκτ της. |
ανατρέπω, ματαιώνω, εμποδίζω, εξουδετερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La montagna sembra vanificare ogni tentativo di scalarla. |
επιβραδύνω, παρακωλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per cortesia, potrebbe spostare la valigia dal corridoio? Qui è d'intralcio. |
παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vuole diventare un'attrice, ma la mancanza di talento la sta trattenendo. Θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά η έλλειψη ταλέντου την παρακωλύει (or: δυσχεραίνει). |
εμποδίζω, παρεμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La visibilità del cavallo era ostacolata dal paraocchi. |
εμποδίζω, παρεμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'albero caduto sta bloccando il traffico. |
εμπόδιοsostantivo maschile (atletica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il corridore ha saltato l'ostacolo e ha vinto la gara. Ο δρομέας πήδηξε το εμπόδιο και κέρδισε τον αγώνα. |
εμπόδιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La polizia sul posto ha rimosso gli ostacoli dalla carreggiata. Η αστυνομία που ήταν εκεί απομάκρυνε τα εμπόδια από την εθνική οδό. |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπόδιο(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il tuo atteggiamento pessimistico è un ostacolo al raggiungimento del successo. Η αρνητική στάση σου λειτουργεί ως πρόσκομμα για την επιτυχία του εγχειρήματος. |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φράχτης, φράκτηςsostantivo maschile (ιππασία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il cavallo ha saltato l'ostacolo. Το άλογο πήδηξε το εμπόδιο. |
το ζόρικο κομμάτι, το δύσκολο κομμάτι(figurato: difficoltà) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Η Κάρεν είχε τελειώσει τις τελικές της εξετάσεις, που σήμαινε πως είχε περάσει το δύσκολο κομμάτι. |
εμπόδιοsostantivo maschile (figurato: difficoltà) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fred ha dovuto superare molti ostacoli per comprarsi una casa. Ο Φρεντ έπρεπε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια για να αγοράσει το σπίτι του. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile (golf) Questa buca ha un ostacolo di sabbia. |
αποκλεισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φράχτης ιπποδρομίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φραγμός(figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La contrarietà del manager è una vera barriera al programma. Η αποδοκιμασία του διευθυντή αποτελεί πραγματικό εμπόδιο για το σχέδιο. |
πρόβλημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω με ποιο τρόπο να έρθω σ' επαφή με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού. |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un'ostruzione nel tubo. |
το πρόβλημα
Vuoi che lasci mia moglie, ma devi capire che la amo: ecco la difficoltà. |
εμπόδιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La madre di Stacy riteneva che il ragazzo di sua figlia avrebbe rappresentato un ostacolo per il suo successo. Η μητέρα της Στέισι θεωρούσε ότι ο φίλος της κόρης της θα ήταν ένα εμπόδιο στην επιτυχία της. |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La gamba rotta era un grosso impedimento, ma James alla fine ce la fece ugualmente. Το σπασμένο πόδι του Τζέιμ ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο, αλλά κατάφερε ούτως ή άλλως να μπει στην ομάδα με κάποιον τρόπο. |
αποτροπή, αποσόβησηsostantivo maschile (εμπόδιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εμπόδιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La lentezza di Kelly si rivelò un ostacolo durante l'escursione in montagna. |
παρεμπόδιση, παρακώλυσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La gelosia è un ostacolo a una relazione sana. |
τοίχος(μεταφορικά: εμπόδιο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il progetto ha incontrato un ostacolo quando un incidente ha bloccato la linea di produzione. |
κώλυμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il progetto ha subito una battuta d'arresto quando uno degli impiegati chiave è dovuto assentarsi dal lavoro per due mesi per una malattia. Υπήρξε ένα εμπόδιο στο πρότζεκτ όταν ένας από τους σημαντικότερους υπαλλήλους έπρεπε να μείνει εκτός για δύο μήνες λόγω ασθένειας. |
εμπόδιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il nuovo muro sarà un ostacolo contro i ladri. Ο καινούργιος τοίχος θα λειτουργήσει ως εμπόδιο για τους διαρρήκτες. |
εμπόδιοsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'istruzione di Frank era un ostacolo quando cercava lavoro perché risultava troppo qualificato. Η μόρφωση του Φρανκ αποτελούσε εμπόδιο όταν προσπάθησε να βρει δουλειά επειδή είχε υπερβολικά προσόντα. |
ματαίωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il contrasto agli sforzi del presidente sembra essere l'obiettivo del partito. |
κατασταλτικός(για αντικείμενο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρόβλημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il piano di Harriet procedeva senza ostacoli. Το σχέδιο της Χάριετ ολοκληρώθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα. |
εμπόδιο(αυτό που εμποδίζει) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un ostacolo nel tubo e ora c'è acqua su tutto il pavimento. |
μειονέκτημαsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'insicurezza di Paul è un grande ostacolo alla sua professione nel marketing. |
διαστρευλώνω τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνηςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le sue menzogne in questo processo hanno ostacolato il corso della giustizia. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ostacolo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ostacolo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.