Τι σημαίνει το promettere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης promettere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του promettere στο Ιταλικό.
Η λέξη promettere στο Ιταλικό σημαίνει υπόσχομαι, υπόσχομαι σε κπ ότι/πως, υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτ, υπόσχομαι, προμηνύω, προαναγγέλω, τάζω κτ σε κπ, ορκίζομαι, υπόσχεση, υπόσχομαι, δεσμεύομαι, ορκίζομαι, τάζω τον ουρανό με τ' άστρα, αρραβωνιάζω, oρκίζομαι πίστη, αρραβωνιάζω κπ με κπ, δεσμεύομαι να κάνω κτ, υπόσχομαι να κάνω κτ, oρκίζομαι πίστη σε κπ/κτ, δεσμεύομαι, υπόσχομαι να κάνω κτ, ορκίζομαι, ορκίζομαι, εγγυώμαι, εγγυώμαι, ορκίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης promettere
υπόσχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Taglierò il prato. Prometto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αφού υποσχέθηκα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα σε πάω στο πάρκο. |
υπόσχομαι σε κπ ότι/πως(di fare qualcosa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho promesso a mia madre che avrei comprato dei francobolli oggi. Υποσχέθηκα στη μαμά μου ότι θα αγοράσω γραμματόσημα σήμερα. |
υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτverbo transitivo o transitivo pronominale I miei genitori mi hanno promesso una bicicletta per Natale. |
υπόσχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli spot pubblicitari promettono molte cose mirabolanti. |
προμηνύω, προαναγγέλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cielo grigio prometteva neve. Ο γκρι ουρανός προανήγγειλε χιόνι. |
τάζω κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale Glenn ha promesso il suo cuore a Emma. Ο Γκλεν έταξε την καρδιά του στη Έμμα. |
ορκίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως θα κάνω κτ, να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prometto di fare del mio meglio per stare fuori dai guai. Ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μείνω μακριά από μπελάδες. |
υπόσχεσηverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il filantropo ha promesso di dare in beneficenza 2 milioni di euro. |
υπόσχομαι, δεσμεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως θα κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy ha promesso che non lo avrebbe mai lasciato. Η Γουέντι ορκίστηκε ότι δεν θα τον άφηνε ποτέ. |
ορκίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non lo farò più, prometto! Δεν θα το ξανακάνω. Το υπόσχομαι! |
τάζω τον ουρανό με τ' άστραverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prima del matrimonio, le promise la luna, ma la realtà della vita matrimoniale fu molto diversa. |
αρραβωνιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
oρκίζομαι πίστηverbo transitivo o transitivo pronominale |
αρραβωνιάζω κπ με κπverbo transitivo o transitivo pronominale |
δεσμεύομαι να κάνω κτ, υπόσχομαι να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prometto di prendermi cura di te e di renderti più felice che posso, fino a quando vivrò. Υπόσχομαι να σε φροντίζω και να σε κάνω όσο πιο ευτυχισμένη μπορώ για όσο θα ζω. |
oρκίζομαι πίστη σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεσμεύομαι(σε κάτι ή να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovete essere pronti a impegnarvi con il programma almeno per tre mesi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει να είστε πρόθυμοι να δεσμευτείτε στο πρόγραμμα το λιγότερο για τρεις μήνες. Δεσμεύομαι να εργαστώ για το πρότζεκτ τους επόμενους έξι μήνες. |
υπόσχομαι να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ορκίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando si svegliò con i postumi di una sbornia, Brian giurò che non avrebbe bevuto mai più. Όταν ξύπνησε με χανγκόβερ, ο Μπράιαν ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπιεί ποτέ. |
ορκίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patricia giurò di rendere il mondo un posto migliore. Η Πατρίσια ορκίστηκε να κάνει τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος. |
εγγυώμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina ha promesso che il negozio sarebbe rimasto ancora aperto. Η Τίνα εγγυήθηκε πως το μαγαζί θα ήταν ακόμη ανοικτό. |
εγγυώμαι(σε κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti garantisco che il contratto sarà pronto entro venerdì. |
ορκίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι θα κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La coppia felice promise di amarsi e di onorarsi finché la morte non li avesse separati. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του promettere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του promettere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.