Τι σημαίνει το rovina στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rovina στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rovina στο Ιταλικό.
Η λέξη rovina στο Ιταλικό σημαίνει καταστροφή, ερείπωση, καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, διάλυση, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, μάστιγα, πληγή, καταστροφή, ερήμωση, ερήμωση, ερείπωση, τέλος, καταστροφή, καταστροφή, πτώση, σταματάω, σταματώ, χαλάω, καταστρέφω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια, χαλάω, καταστρέφω, καταστρέφω, διαλύω, καταστρέφω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, κάνω κτ να σαπίσει, καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, εξασθενώ, αποδυναμώνω, σκοτώνω, εκτελώ, χαλάω, χαλώ, καταστρέφω, χαλάω, χαλώ, προκαλώ χάος, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, χαλάω, ξεσκίζω, σκοτώνω, χαλάω, χαλώ, δηλητηριάζω, καταστρέφω, σπάω, χαλάω, καταστρέφω, πλήττω, μου κόβεται η όρεξη, χαλάω, καταστρέφω, λαβώνω, παραμορφώνω, καταστρέφω, συντρίβω, καταστρέφω, κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρω, καταστρέφω, μουτζουρώνω, κάνω κτ θάλασσα, κακομεταχειρίζομαι, βουλιάζω, ναυαγώ, σκοτώνω, εκτελώ, καταστρέφω, διαλύω, προβληματικός, πέφτω σε δυσμένεια, οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία, που διαλύει γάμους, πηγαίνω κατά διαόλου, κατεστραμμένος, συντρίμμια, καταστροφή, ερείπιο, συντρίμμια, κατεστραμμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rovina
καταστροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I soccorritori non riuscivano a credere alla rovina che trovarono nel villaggio. Οι διασώστες δεν μπορούσαν να πιστέψουν την καταστροφή που συνάντησαν στο χωριό. |
ερείπωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il vecchio teatro, un tempo grande e maestoso, era caduto in rovina. |
καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, διάλυση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La bolla economica si è conclusa con la rovina dell'industria di internet. Η οικονομική φούσκα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των εταιρειών ηλεκτρονικού εμπορίου. |
καταστροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le droghe sono state la sua rovina. Τα ναρκωτικά ήταν η καταστροφή της. |
καταστροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'eroe epico cadde in rovina alla fine della rappresentazione. Ο ήρωας του έπους οδηγήθηκε στην καταστροφή του στο τέλος του έργου. |
καταστροφήsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La casa era una rovina dopo l'uragano. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην προσπαθείς άλλο να τη βοηθήσεις. Είναι χαμένη υπόθεση. |
καταστροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il manoscritto si salvò dalla rovina del tempo. |
καταστροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταστροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una pessima gestione delle finanze ha portato l'azienda alla rovina. Η κακή οικονομική διαχείριση οδήγησε στην καταστροφή της επιχείρησης. |
μάστιγα, πληγή, καταστροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I suoi gusti costosi furono la rovina del loro matrimonio. Τα ακριβά του γούστα ήταν η μάστιγα (or: πληγή) του γάμου τους. |
ερήμωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La città abbandonata è stata in uno stato di devastazione per almeno un decennio. |
ερήμωση, ερείπωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τέλος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I computer hanno segnato la fine delle macchine da scrivere. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτέλεσαν την αιτία για το τέλος της γραφομηχανής. |
καταστροφή(figurato: disastro) (για κάποιον/κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se finisce nelle mani sbagliate, per il mondo libero sarà la rovina. Αν αυτό πέσει στα λάθος χέρια, θα είναι καταστροφή για τον ελεύθερο κόσμο. |
καταστροφή(figurato: disastro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se non arrivano al più presto i rinforzi, sarà la fine. Αν δεν έρθουν οι ενισχύσεις σύντομα, θα έρθει το τέλος. |
πτώση(decadenza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa è la storia del declino e del crollo di Richard Nixon. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το βιβλίο περιγράφει την παρακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: π.χ. μια γιορτή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il gatto ha rovinato il divano. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι επιδημίες ρημάξανε τον τόπο. |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια
Nathan si è rovinato la media quando si è scordato i compiti per casa. |
χαλάω, καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I suoi commenti maligni mi hanno rovinato la serata. Τα πικρόχολα σχόλιά της κατέστρεψαν το απόγευμά μου. |
καταστρέφω(economicamente) (οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio bisnonno è stato un uomo ricco fino a quando il crollo della borsa del 1929 non lo ha rovinato. Ο προπάππος μου ήταν πλούσιος μέχρι που τον κατέστρεψε το κραχ του χρηματιστηρίου το 1929. |
διαλύω, καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η κακοποίηση που υπέστη ως νεαρό αγόρι του σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του. |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho rovinato completamente la zuppa aggiungendo troppo sale. Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι. |
κάνω κτ να σαπίσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cibi e bevande zuccherati rovinano i denti. |
καταστρέφω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministro fece uno sbaglio stupido, che però lo rovinò. |
χαλάω, καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξασθενώ, αποδυναμώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκοτώνω, εκτελώ(figurato: fare male) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che baccano! Stai massacrando la mia canzone preferita! Τι θόρυβος! Σκοτώνεις το αγαπημένο μου τραγούδι! |
χαλάω, χαλώ(informale, figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ruggine mi ha mangiato la macchina. |
καταστρέφω(colloquiale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il download di quel file corrotto ha incasinato il mio portatile. |
χαλάω, χαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai detto a Mary che stavamo preparando una festa per il suo compleanno? Adesso hai rovinato la sorpresa! Είπες στη Μαίρη ότι σχεδιάζαμε ένα πάρτι για τα γενέθλιά της; Χάλασες την έκπληξη τώρα! |
προκαλώ χάος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai completamente rovinato la presentazione del lavoro. Τα έκανες θάλασσα στην παρουσίαση της επιχείρησης. |
χαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'incidente ha rovinato la verniciatura. |
ξεσκίζω, σκοτώνω(una canzone, ecc.) (μτφ: τραγούδι, σκοπός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo smesso di invitare Bob al karaoke perché rovina ogni canzone. |
χαλάω, χαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cattivo umore di Neil guastò a tutti la giornata al mare. Η κακή διάθεση της Νιλ χάλασε σε όλους τη μέρα στην ακρογιαλιά. |
δηλητηριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'infedeltà di Nina ha rovinato la sua relazione con il marito. Η απιστία της Νίνα δηλητηρίασε τη σχέση της με τον σύζυγό της. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (reputazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scandalo rovinò la reputazione del politico, che non lavorò mai più. Το σκάνδαλο κατέστρεψε τη φήμη του πολιτικού· δεν εργάστηκε ποτέ ξανά. |
σπάω, χαλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: σύνολο, σετ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il collezionista non vuole interrompere la collezione. |
καταστρέφω, πλήττω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arresto di un diplomatico ha guastato i rapporti tra i due paesi. |
μου κόβεται η όρεξηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non far mangiare caramelle ai bambini questo pomeriggio, gli rovineranno l'appetito. |
χαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (την όψη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La notte scorsa dei vandali hanno deturpato la parete dell'edificio. |
λαβώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lama ha soltanto danneggiato il braccio del soldato. |
παραμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'attacco con l'acido sfigurò numerosi passanti. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Distrusse tutti i suoi sogni di andare all'università. Ρήμαξε κάθε ίχνος επιθυμίας που είχε να πάει στο πανεπιστήμιο. |
συντρίβω, καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: reputazione, ecc.) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La reputazione di Andrew fu distrutta da pettegolezzi feroci. |
κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il succo d'arancia ha rovinato il meccanismo del giocattolo. Ο χυμός πορτοκάλι φράκαρε (or: μπλόκαρε) τις ταχύτητες του παιχνιδιού. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scandalo ha distrutto la reputazione del politico. Το σκάνδαλο αμαύρωσε τη φήμη του πολιτικού. |
μουτζουρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini hanno rovinato il muro con i pastelli. Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους. |
κάνω κτ θάλασσα(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi fermo, prima di guastare tutto. |
κακομεταχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (trattare malamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore, non maltrattare la tastiera picchiando sui tasti. Μην κακομεταχειρίζεσαι το πληκτρολόγιο χτυπώντας δυνατά τα πλήκτρα. |
βουλιάζω, ναυαγώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η εταιρεία βούλιαξε (or: ναυάγησε) εξαιτίας της απερίσκεπτης σπατάλης του διευθυντή της. |
σκοτώνω, εκτελώ(figurato) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πολλοί θαυμαστές της πιστεύουν πως ο σκηνοθέτης κατέστρεψε το μυθιστόρημά της. |
καταστρέφω, διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pioggia ha rovinato il programma di Melanie di fare un pic nic. Η βροχή κατέστρεψε τα σχέδια της Μέλανι να πάει για πικ νικ. |
προβληματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πέφτω σε δυσμένεια(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli affari sono stati danneggiati dalla crisi economica. Η επιχείρηση οδηγήθηκε στην καταστροφή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης. |
που διαλύει γάμουςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le sue numerose relazioni con donne sposate gli sono valse il titolo di rovina matrimoni. |
πηγαίνω κατά διαόλουverbo intransitivo |
κατεστραμμένοςlocuzione aggettivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La via principale era piena di edifici in rovina. Ο κεντρικός δρόμος ήταν γεμάτος κατεστραμμένα κτίρια. |
συντρίμμιαlocuzione aggettivale (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
καταστροφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era assuefatta all'attenzione della stampa e questo si rivelò la causa della sua rovina. Ο εθισμός στα φώτα της δημοσιότητας αποδείχθηκε πως ήταν η καταστροφή της. |
ερείπιοavverbio (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Secoli di battaglie lasciarono il castello in rovina. |
συντρίμμιαavverbio (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Lo scandalo mandò in rovina la sua carriera politica. |
κατεστραμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il guasto al motore vanificò le speranze di Nigel di vincere la gara. L'artista si è rovinato la reputazione dopo la vicenda delle falsificazioni. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rovina στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του rovina
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.