Τι σημαίνει το soldi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης soldi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soldi στο Ιταλικό.
Η λέξη soldi στο Ιταλικό σημαίνει χρήματα, ψωμί, χρήματα, λιλιά, χρήμα, κεφάλαιο, παράς, λεφτά, παραδάκι, φράγκα, παραδάκι, γκαφρά, μετρητά, χρήματα, χρήματα, λεφτά, κπ που βγάζει πολλά λεφτά, πάπλουτος, βάζω λεφτά στην άκρη, κάνω οικονομίες, που δεν προσφέρει τίποτα, κερδίζω χρήματα, άθλιος, ερασιτέχνης, έναντι χρηματικού ποσού, Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο., πηγή εισοδήματος, πηγή κέρδους, σφιχτός προϋπολογισμός, πιασάρικος, κυβερνητικό στέλεχος που ταξιδεύει με δημόσια δαπάνη, βρώμικα χρήματα, βρώμικα λεφτά, πιάνω την καλή, ένα κάρο λεφτά, χρήματα για να κινούμαι, πλαστό χρήμα, βρόμικο χρήμα, εύκολο χρήμα, της κακιάς ώρας, λίγα ψιλά, κάτι ψιλά, πολλά λεφτά, ζητιάνος, ζητιάνα, έξτρα χρήματα, φτηνό περίστροφο μικρού διαμετρήματος που είναι εύκολο να κρυφτεί, πλαστό νόμισμα, λεφτά για πέταμα, εύκολο χρήμα, οικονομικά θέματα, οικονομικά ζητήματα, κάνω περιουσία, συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα, εκβιάζω για χρήματα, έχω λεφτά, αποθησαυρίζω, αποταμιεύω, βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματα, διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου, χρυσοπληρώνω, πιάνω την καλή, χτυπάω φλέβα χρυσού, αποπληρώνω χρέος με δάνειο, κάνω μια γερή μπάζα στα γρήγορα, βγάζω μια περιουσία, έχω λεφτά για πέταμα, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύω, ασήμαντος, ψίχουλα, φραγκοδίφραγκα, χρήματα που μπορώ να ξοδέψω, φτηνό κρασί, ψιλά, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, ξοδεύω χρήματα, δίνω ένα κάρο λεφτά για κτ, ζουμί, ξεπληρώνω κπ για κτ, σπαταλάω χρήματα σε κτ, προϋπολογίζω, πολλά λεφτά, άθλιος, τρελά λεφτά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης soldi
χρήματα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Non ho molti soldi, solo tre dollari. Devo andare in banca. Δεν έχω πολλά λεφτά, μόνο τρία δολάρια. Πρέπει να πάω στην τράπεζα. |
ψωμί(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un buon musicista può fare un sacco di soldi. Ένας καλός μουσικός μπορεί να βγάλει πολύ χρήμα. |
χρήματα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Quanti soldi sono? Trecento dollari! Πόσα χρήματα (or: λεφτά) κοστίζει; Τριακόσια δολάρια! |
λιλιά(αργκό, παλαιό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
χρήμα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I soldi si fanno con i servizi informatici, non con il software. Το χρήμα βρίσκεται στην παροχή υπηρεσιών και όχι στο λογισμικό. |
κεφάλαιο(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vorrei imparare il francese ma non ho abbastanza soldi per pagarmi un corso serale. |
παράςsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λεφτάsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
παραδάκι(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φράγκα(colloquiale: soldi) (καθομ: χρήματα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
παραδάκι(αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γκαφρά(αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I giocatori d'azzardo sperperavano denaro vero come se fosse quello del Monopoli. Οι τζογαδόροι σκόρπιζαν πραγματικά γκαφρά, λες και ήταν χρήματα επιτραπέζιου παιχνιδιού. |
μετρητά, χρήματα(άμεσα διαθέσιμα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
χρήματα, λεφτά(letterario) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Non gli interessava fornire un servizio, gli importava solo il vile denaro. |
κπ που βγάζει πολλά λεφτάsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Carrie è un'affarista, ha tre lavori! |
πάπλουτος
|
βάζω λεφτά στην άκρη, κάνω οικονομίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Τζέιν και εγώ κάνουμε οικονομίες για να παντρευτούμε. |
που δεν προσφέρει τίποτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κερδίζω χρήματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Te ne stai tranquillo a casa perché sono io che guadagno. Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά. |
άθλιος(colloquiale: pessimo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chi ha progettato queste sedie pieghevoli del cacchio? Ποιος σχεδίασε αυτές τις άθλιες καρέκλες; |
ερασιτέχνης(figurato: dilettante) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Anche se aveva grandi sogni, Alan era solo un imbroglione da quattro soldi. |
έναντι χρηματικού ποσούavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono in questo business solo per soldi, non perché mi piace. |
Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο.(proverbio) No, non puoi avere una bicicletta; i soldi non crescono sugli alberi! |
πηγή εισοδήματος, πηγή κέρδουςsostantivo femminile (figurato: che fa guadagnare) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ho appena creato un sito internet per vendere le mie foto; dovrebbe essere una macchina da soldi. |
σφιχτός προϋπολογισμός
|
πιασάρικος(καθομ: προϊόν) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κυβερνητικό στέλεχος που ταξιδεύει με δημόσια δαπάνηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρώμικα χρήματα, βρώμικα λεφτάsostantivo plurale maschile (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιάνω την καλήsostantivo plurale maschile (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I progetti per i lavori pubblici sono soldi facili per i costruttori. |
ένα κάρο λεφτά(colloquiale) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha vinto un sacco di soldi giocando a carte. |
χρήματα για να κινούμαι(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλαστό χρήμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cassiere non ha voluto accettare il pagamento poiché è stato effettuato con denaro falso. |
βρόμικο χρήμα(figurato) (μεταφορικά) I gangster si servivano di attività di copertura per riciclare il denaro sporco. Οι εγκληματίες χρησιμοποίησαν διάφορες εικονικές επιχειρήσεις, για να ξεπλύνουν το βρόμικο χρήμα τους. |
εύκολο χρήμαsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo illusero con la promessa di soldi facili. |
της κακιάς ώρας(μυθιστόρημα ή περιοδικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I critici consideravano i suoi romanzi narrativa di basso livello. |
λίγα ψιλά, κάτι ψιλάsostantivo plurale maschile (informale: pochi soldi) (καθομ: χρήματα) Ho dato due soldi al bambino dei vicini che mi ha aiutato a lavare la macchina. |
πολλά λεφτάsostantivo plurale maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel settore immobiliare girano tanti soldi. |
ζητιάνος, ζητιάναsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
έξτρα χρήματα
|
φτηνό περίστροφο μικρού διαμετρήματος που είναι εύκολο να κρυφτείsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πλαστό νόμισμα
|
λεφτά για πέταμα(figurato, spregiativo: sprecato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli arnesi da cucina costosi sono roba per chi ha soldi da spendere. |
εύκολο χρήμαsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οικονομικά θέματα, οικονομικά ζητήματα
|
κάνω περιουσίαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quella donna d'affari ha fatto i soldi con il commercio al dettaglio. |
συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stiamo raccogliendo soldi per gli aiuti alle persone colpite dal terremoto. |
εκβιάζω για χρήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli hanno estorto dei soldi con l'inganno. |
έχω λεφτάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È saggio avere dei soldi in banca. |
αποθησαυρίζω, αποταμιεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Certa gente accumula soldi per tutta la vita e poi muore ricca. |
βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per ogni biglietto che vendiamo facciamo soldi. Με κάθε εισιτήριο που πουλάμε, κερδίζουμε λεφτά. |
διαχειρίζομαι τα οικονομικά μουverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρυσοπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho pagato un bel po' di soldi per questo, ma ora penso che sia robaccia da buttar via. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ξεπαραδιάστηκα για να το αγοράσω, αλλά τώρα ανακάλυψα πως είναι άχρηστο. |
πιάνω την καλή, χτυπάω φλέβα χρυσού(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποπληρώνω χρέος με δάνειο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω μια γερή μπάζα στα γρήγοραverbo transitivo o transitivo pronominale |
βγάζω μια περιουσίαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) |
έχω λεφτά για πέταμαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: ricchezza) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: soldi in pagamento) (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo fatto una scommessa e hai perso, quindi adesso tira fuori i soldi! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήρθε η δόση της κάρτας σήμερα, θα τα στάξω πάλι, γαμώτο! |
συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da quando ha quel nuovo lavoro sta facendo soldi a palate. |
ασήμαντοςlocuzione aggettivale (figurato, spregiativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψίχουλα, φραγκοδίφραγκα(figurato, desueto: pochi soldi) (μτφ: μικρό ποσό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
χρήματα που μπορώ να ξοδέψωsostantivo plurale maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ho risparmiato così da avere soldi da spendere per un anello di diamanti. Έκανα οικονομίες και τώρα έχω χρήματα να ξοδέψω για ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι. |
φτηνό κρασίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Compri sempre del vino da due soldi. |
ψιλάsostantivo plurale maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω(χρηματικό ποσό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho investito dei soldi nella nuova impresa del mio amico, ma ancora non ho visto nessun ritorno sul mio investimento. |
ξοδεύω χρήματαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω ένα κάρο λεφτά για κτ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μόλις δώσαμε ένα κάρο λεφτά για πολυτελείς διακοπές. |
ζουμί(κέρδος, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ποιος παίρνει το ζουμί από αυτά τα τεράστια κυβερνητικά συμβόλαια; |
ξεπληρώνω κπ για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπαταλάω χρήματα σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per il suo cinquantesimo compleanno James ha speso un sacco di soldi per una macchina sportiva. |
προϋπολογίζω(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ophelia ha messo dei soldi da parte per una piccola utilitaria, non per una berlina grossa. Η Οφίλια υπολόγιζε να αγοράσει ένα μικρό, οικονομικό αυτοκίνητο κι όχι για ένα μεγάλο σεντάν. |
πολλά λεφτά
|
άθλιοςlocuzione aggettivale (colloquiale, figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quella è una macchina da due soldi. |
τρελά λεφτά(informale) (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con quell'accordo Max ha fatto un sacco di soldi! |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soldi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του soldi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.