Τι σημαίνει το storia στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης storia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του storia στο Ιταλικό.

Η λέξη storia στο Ιταλικό σημαίνει ιστορία, ιστορία, χρονικό, παρελθόν, έργο, ιστορία, απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία, ιστορία, εκδοχή, ψέμα, άρθρο, φλερτ, προηγούμενη επίδοση, ιστορία, ιστορία, αρχείο, ιστορικό, -, σχέση, υπόθεση, ιστορία, πλοκή, σχέση, παραμύθι, ατάκα, είμαι παλιά ιστορία, πραγματικός, αληθινός, μυθιστόρημα, μυθιστορήματα, παρελθόν, που έχει μεγάλη ιστορία, ανά τους αιώνες, στην ιστορία, τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά, δεν συγκρίνεται, αυτό είναι άλλη ιστορία, ξεκόλλα, ψέμα, μελό, ιστορικό, παραμύθι, ιστορικό ασθενούς, ανθρώπινη ιστορία, δακρύβρεχτη ιστορία, όλη την αλήθεια, ιστορία περιπέτειας, περιπέτεια, ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορία, αισθηματική ιστορία, ιατρικό ιστορικό, φυσική ιστορία, περασμένα ξεχασμένα, παγκόσμια ιστορία, ιστορία τέχνης, Μήνας Μαύρης Ιστορίας, ιστορία της γέννησης του Χριστού, ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης, συνηθισμένη ιστορία, ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα, βιβλίο iστορίας, καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας, πολιτική ιστορία, επαγγελματικό ιστορικό, ιστορία επιτυχίας, αληθινή ιστορία, κεντρικό θέμα, αρχαία ιστορία, ιστορικό, καυτό θέμα, κύριο άρθρο, κινηματογράφος, ωχριώ, λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι, γράφω ιστορία, φαντασία, ιστορία, σάχλα, μελό, ιστορικό ασθενούς, ατυχής περίπτωση, κοινό μυστικό, λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία, που δεν υπάρχουν αποδείξεις για την αξία του, τρομακτική ιστορία, φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας, ιστορία τρόμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης storia

ιστορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi piace leggere la storia della Seconda Guerra Mondiale.
Μου αρέσει να διαβάζω για την ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

ιστορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha scelto storia all'università.
Ξεκίνησε μαθήματα ιστορίας όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

χρονικό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La storia del suo viaggio assicurava una lettura interessante.
Το χρονικό του ταξιδιού ήταν ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα.

παρελθόν

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua affascinante storia includeva viaggi in altri paesi.
Το συναρπαστικό παρελθόν του περιλαμβάνει ταξίδια σε άλλες χώρες.

έργο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Signore e Signori, speriamo che la nostra storia vi piaccia!
Κυρίες και κύριοι, ελπίζουμε να απολαύσετε την παράστασή μας!

ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli amici si riunirono intorno al fuoco per raccontarsi delle storie.
Όλοι οι φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από την φωτιά και έλεγαν ιστορίες ο ένας στον άλλο.

απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία

(storia falsa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non voglio sentire nessuna delle tue storie in cui vieni rapito dagli alieni mentre vai a scuola.

ιστορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nonna, raccontaci la storia di come hai conosciuto il nonno.
Γιαγιάκα, πες μας την ιστορία του πώς γνώρισες τον παππού.

εκδοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua storia è diversa dalla mia.
Η εκδοχή της είναι διαφορετική από τη δική μου.

ψέμα

sostantivo femminile (bugia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini birichini hanno raccontato ai loro genitori una storia.
Τα σκανταλιάρικα παιδιά είπαν στους γονείς τους ένα παραμύθι.

άρθρο

(giornalismo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jillian spera in una buona storia.
Η Τζίλιαν ελπίζει να γράψει ένα μεγάλο άρθρο.

φλερτ

(relazione) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jim ha avuto una storia con una collega di lavoro.
Ο Τζιμ είχε ένα φλερτ με μια συνάδελφο.

προηγούμενη επίδοση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo impiegato ha una comprovata esperienza nel terminare i lavori in tempo.
Αυτός ο υπάλληλος έχει άριστο ιστορικό όσον αφορά την έγκαιρη ολοκλήρωση της δουλειάς του.

ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo autore scrive racconti meravigliosi.
Αυτή η συγγραφέας γράφει ωραίες ιστορίες.

ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I documenti dimostrano che la guerra è stata catastrofica.
Η ιστορία δείχνει ότι ο πόλεμος ήταν καταστροφικός.

αρχείο, ιστορικό

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η λαμπρή νίκη του ήταν ανήκουστη στο ιστορικό του σκακιού.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Com'è il fatto tra Amber e Paul? Si frequentano?
Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν;

σχέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La storia d'amore tra Andrew e Tara è durata per anni.
Η σχέση του Άντριου και της Τάρα κράτησε τέσσερα χρόνια.

υπόθεση, ιστορία, πλοκή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho trovato la trama di "Guerra e pace" molto difficile da seguire.
Βρήκα την υπόθεση του «Πόλεμος και Ειρήνη» πραγματικά δύσκολη να την καταλάβω.

σχέση

(sentimentale) (ερωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha avuto una relazione con la sua segretaria.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η γυναίκα του είχε παράλληλη σχέση και όταν το έμαθε έγινε έξαλλος.

παραμύθι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'insegnante si chiese quale frottola si sarebbe inventato Sean questa volta per spiegare perché non aveva fatto i compiti.
Ο δάσκαλος αναρωτιόταν τι παραμύθι στα σκαρφιζόταν αυτή τη φορά ο Σον για να εξηγήσει τον λόγο που δεν είχε κάνει τα μαθήματά του.

ατάκα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha cercato di attirarla con la vecchia scusa "Ci siamo già visti prima?".
Προσπάθησε να την προσεγγίσει χρησιμοποιώντας την παλιά ατάκα: «Σε έχω ξαναδεί κάπου;»

είμαι παλιά ιστορία

(figurato, colloquiale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ό,τι έκανε πριν είκοσι χρόνια είναι παρελθόν και άσχετο.

πραγματικός, αληθινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μυθιστόρημα, μυθιστορήματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Διαβάζω κυρίως μυθιστορήματα, αλλά καμιά φορά και καμιά βιογραφία.

παρελθόν

(di un personaggio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που έχει μεγάλη ιστορία

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανά τους αιώνες

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στην ιστορία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho conosciuto tua madre in un bar, e il resto è storia!

δεν συγκρίνεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτό είναι άλλη ιστορία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cantare la musica pop è abbastanza semplice, ma cantare all'opera, beh, è tutta un'altra storia.

ξεκόλλα

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες.

ψέμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il libro ripete alcune delle più vecchie fandonie della storia.

μελό

sostantivo femminile (colloquiale, figurato) (δακρύβρεχτη ταινία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιστορικό

sostantivo femminile (ασθενούς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παραμύθι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini pregarono il padre di leggere loro una favola della buona notte.

ιστορικό ασθενούς

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il medico ha letto la storia clinica del paziente.

ανθρώπινη ιστορία

sostantivo femminile

δακρύβρεχτη ιστορία

sostantivo femminile

Continua semplicemente a fare il tuo lavoro: non voglio sentire un'altra delle tue storie strappalacrime.

όλη την αλήθεια

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non sapremo mai tutta la storia su quello che ha fatto quella notte.

ιστορία περιπέτειας, περιπέτεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando è successo non è stato divertente, ma ora è una bella storia da raccontare.

αισθηματική ιστορία

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιατρικό ιστορικό

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il medico ha esaminato attentamente la storia clinica del paziente.

φυσική ιστορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περασμένα ξεχασμένα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È vero che, per problemi di ragazzi, in passato le due cugine non si parlavano più, ma ormai è storia vecchia e hanno ripreso a frequentarsi.

παγκόσμια ιστορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Attualmente sto leggendo un libro sull'epoca medievale, un periodo importante della storia mondiale.

ιστορία τέχνης

sostantivo femminile (εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Siccome all'università ho studiato arte, ho dovuto fare esami di storia dell'arte per cinque semestri.

Μήνας Μαύρης Ιστορίας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορία της γέννησης του Χριστού

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le recite natalizie raccontano la storia della Natività.

ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνηθισμένη ιστορία

È la solita storia: è venuta a New York per diventare una star di Broadway ed è finita a spasso per la strada.

ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Accesero un fuoco e cominciarono a raccontarsi storie di fantasmi.

βιβλίο iστορίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας

Il nostro insegnante di storia può elencare tutti i re e le regine d'Inghilterra in ordine alfabetico.

πολιτική ιστορία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαγγελματικό ιστορικό

sostantivo femminile

ιστορία επιτυχίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αληθινή ιστορία

sostantivo femminile

κεντρικό θέμα

αρχαία ιστορία

sostantivo femminile

ιστορικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καυτό θέμα

(μεταφορικά)

κύριο άρθρο

(di rivista o giornale)

κινηματογράφος

sostantivo femminile (materia accademica) (εκπαίδευση: κλάδος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È sempre stato un cinefilo, tant'è che che ha scelto Cinema come materia per la specializzazione universitaria

ωχριώ

(figurato: essere inferiore)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il marito di Anna è disoccupato e due dei suoi figli sono in prigione: quando penso alla sua vita i miei problemi impallidiscono al confronto.

λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι φανταστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I bambini hanno chiesto al loro nonno di raccontargli una storia.

γράφω ιστορία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil Armstrong ha fatto la storia quale primo uomo ad aver messo piede sulla luna.

φαντασία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando ero piccolo, i miei nonni mi raccontavano storie fantastiche di streghe e strane creature che la gente sosteneva si trovassero nel bosco del posto.
Όταν ήμουν παιδί, οι παππούδες μου μας έλεγαν ιστορίες φαντασίας για μάγισσες και περίεργα όντα που λεγόταν πως ζούσαν στα δάση της περιοχής.

ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il vecchio marinaio raccontò loro una storia lunga sui suoi giorni in mare.
Ο ηλικιωμένος ναύτης τους είπε μια ιστορία από τότε που ταξίδευε στη θάλασσα.

σάχλα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μελό

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ιστορικό ασθενούς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατυχής περίπτωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Temo che la malattia peggiorerà progressivamente - sì, è proprio una storia triste.

κοινό μυστικό

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ogni quadro racconta una storia.

που δεν υπάρχουν αποδείξεις για την αξία του

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non posso credere che tu abbia scommesso così tanto su un cavallo privo di comprovata esperienza. Il capo non era propenso ad assumere un candidato senza esperienza documentata.

τρομακτική ιστορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La lezione di letteratura dell'orrore si concentra sulla scrittura di storie paurose e sulla suspence.

φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας

sostantivo maschile

Quale studioso di storia, Walt è sempre interessato a conoscere le civiltà perdute.

ιστορία τρόμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του storia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.