Τι σημαίνει το battente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης battente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του battente στο Ιταλικό.

Η λέξη battente στο Ιταλικό σημαίνει καυτός, ρόπτρο, δυνατός, oρμητικός, πεταριστός, παλλόμενος, που σφυροκοπά, καρφώνω, κουνάω, κουνώ, κοπανάω, χτυπάω, κουνάω, κουνώ, ανεμίζω, κυματίζω, νικάω, κερδίζω, είμαι batter, είμαι ροπαλοφόρος, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κρατάω το ρυθμό, χτυπάω, στοιχειοθετώ, ξεπερνώ, περνώ, παίζω, σφυρηλατώ, φέρω, πατάω, κατακυρώνω, κερδίζω, νικώ, χτυπώ με ρόπαλο, χτυπάω, χτυπώ, εκδίδομαι, κάνω πιάτσα, ξεπερνάω, ξεπερνώ, προλαβαίνω κπ, νικώ, νικάω, κερδίζω, χτυπάω, χτυπώ, παίζω ρυθμικά, χτυπάω, χτυπώ, επισκιάζω, χτυπάω, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, κατατροπώνω, κόβω, κάνω σκόνη, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, τοποθετώ με το χέρι, ξεκάνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, νικώ, κερδίζω, είμαι καλύτερος από κπ, τα πάω καλύτερα από κπ, κτυπώ ρυθμό, ισχυρό μέρος του μέτρου, χτυπάω, χτυπώ, είμαι καλύτερος από κπ, χτυπάω, χτυπώ, καταχωρώ, σερβίρω, πάλλομαι, δυνατή βροχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης battente

καυτός

aggettivo (sole)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il sole battente ben presto affaticò la squadra di baseball.

ρόπτρο

(επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il postino ha usato il battente per consegnare un pacco.

δυνατός, oρμητικός

(condizione atmosferica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η δυνατή βροχή μούσκεψε τον Νταν μέσα σε μερικά λεπτά.

πεταριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλλόμενος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που σφυροκοπά

aggettivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stava sull'entrata e cercava di ripararsi dalla pioggia battente.

καρφώνω

(καρφί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ρον κάρφωσε τα καρφιά στον πίνακα.

κουνάω, κουνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pipistrello sbatteva le ali.
Η νυχτερίδα κουνούσε τα φτερά της.

κοπανάω, χτυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim batteva coi pugni sulla porta.

κουνάω, κουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose sbatteva il panno nel tentativo di rimuovere il fumo dalla cucina.

ανεμίζω, κυματίζω

(bandiera)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η σημαία ανέμιζε στον αέρα.

νικάω, κερδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dannii ha battuto gli avversari per vincere il premio.
Ο Ντάνι υπερίσχυσε των ανταγωνιστών του και κέρδισε το βραβείο.

είμαι batter, είμαι ροπαλοφόρος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mary è la prossima a battere.
Η Μαίρη παίζει στη θέση του batter στη συνέχεια.

χτυπάω, χτυπώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Martha battevano i denti dal freddo.
Τα δόντια της Μάρθας χτυπούσαν στο κρύο.

χτυπάω, χτυπώ

(orologi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'orologio ha battuto le dieci.
Το ρολόι σήμανε δέκα.

κρατάω το ρυθμό

verbo transitivo o transitivo pronominale (tempo) (με πόδι, χέρι κλπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La musica iniziò e subito tutti iniziarono a battere i piedi.
Η μουσική άρχισε και σύντομα όλοι χτυπούσαν ρυθμικά τα πόδια τους.

χτυπάω

verbo intransitivo (cuore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dottore auscultava per vedere se il cuore dell'uomo batteva.

στοιχειοθετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi battermi questa relazione con un carattere semplice?

ξεπερνώ, περνώ

(vincere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scommetto che ti batteremo! Guidiamo molto più rapidamente.

παίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il batterista batte il ritmo sulla grancassa.

σφυρηλατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artigiano ha battuto il pezzo di metallo fino a farlo diventare molto sottile.

φέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (bandiera)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il forte batteva bandiera inglese.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα πλοία υπό γαλλική σημαία, δεν έχουν άδεια να προσεγγίσουν αυτό το λιμάνι.

πατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (tasti, tastiera)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La segretaria batteva i tasti.

κατακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (all'asta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω, νικώ

(sconfiggere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'altra squadra ci ha stracciato e ha vinto il campionato.

χτυπώ με ρόπαλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La vittima è stata randellata con un oggetto pesante.

χτυπάω, χτυπώ

(gastronomia, con frusta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth montò della panna da aggiungere al dolce.
Η Ελισάβετ χτύπησε λίγη σαντιγί για να συνοδεύσει το επιδόρπιο.

εκδίδομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il protettore faceva prostituire Lisa sette notti alla settimana.
Ο νταβατζής της την έβαζε να εκδίδεται επτά νύχτες την εβδομάδα.

κάνω πιάτσα

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo aver perso il lavoro Brittany iniziò a prostituirsi all'incrocio.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo ciclista molto giovane ha appena superato il suo record personale di velocità!
Ο ηθοποιός ελπίζει να ξεπεράσει την προηγούμενη απόδοσή του.

προλαβαίνω κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (fare qualcosa per primi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ήμουν έτοιμος να δώσω την απάντηση αλλά με πρόλαβε.

νικώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νικάω, κερδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La squadra campione è fiduciosa di poter battere gli sfidanti.
Οι πρωταθλητές νίκησαν τους διεκδικητές του τίτλου.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω ρυθμικά

Liam è arrivato alla festa mentre la musica pulsava e la gente ballava.
Ο Λίαμ περπάτησε προς το χώρο του πάρτι. Η μουσική έπαιζε ρυθμικά και ο κόσμος χόρευε.

χτυπάω, χτυπώ

(mani, piedi, ecc.) (μέρος σώματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era così alto che doveva stare attento a non picchiare la testa quando passava da una porta.
Ήταν τόσο ψηλός που έπρεπε να κάνει προσπάθεια για να μη χτυπήσει το κεφάλι του, όταν περνούσε από πόρτες.

επισκιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sua performance ha surclassato il cantante precedente.
Η ερμηνεία του επισκίασε τον τραγουδιστή πριν από αυτόν.

χτυπάω

verbo intransitivo (pioggia) (βροχή, πάνω σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pioggia ha battuto senza sosta per tutta la notte.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

verbo intransitivo (κάτι, σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Svegliato dalla musica ad alto volume dei vicini Leon ha battuto sul muro per protestare.

κατατροπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I Bulls hanno battuto i Knicks nella partita di basket di ieri!

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (moneta) (νομίσματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La Fed coniava nuove monete ogni anno.

κάνω σκόνη

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La squadra di calcio di Kate ha sconfitto facilmente l'altra squadra.

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James ha picchiato in faccia Tim.

τοποθετώ με το χέρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκάνω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pugile sconfisse l'avversario dopo appena due round.
Ο πυγμάχος ξέκανε τον αντίπαλό του σε δύο μόλις γύρους.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy bussò (or: picchiò) alla porta e aspettò una risposta.
Η Λούσι χτύπησε την πόρτα και περίμενε να της απαντήσουν.

χτυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha battuto il pugno sul tavolo per cercare di far passare i suoi argomenti.
Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

νικώ, κερδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno sconfitto l'avversario 3 a 2.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η εθνική μας ομάδα συνέτριψε τους αντίπαλούς της στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

είμαι καλύτερος από κπ, τα πάω καλύτερα από κπ

(sport, giochi, ecc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτυπώ ρυθμό

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il batterista cominciò a battere un ritmo e il gruppo iniziò a suonare.

ισχυρό μέρος του μέτρου

sostantivo maschile (musica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La batteria dovrebbe entrare sul tempo forte.
Τα ντραμς πρέπει να μπαίνουν στο ισχυρό μέρος του μέτρου.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (στην ταμειακή μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sebbene fosse chiaramente segnato a $9,95, il cassiere batté per errore $19,95.
Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95.

είμαι καλύτερος από κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sin dalla tenera età Joseph ha sempre superato i suoi compagni.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζόζεφ ήταν πάντα καλύτερος απ' τους συνομήλικούς του.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'orologio ha suonato le tre.
Το ρολόι χτύπησε τρεις.

καταχωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con tastiera)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σερβίρω

verbo intransitivo (sport)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chi serve per primo? Credo tocchi a me.
Ποιος σερβίρει; Νομίζω εγώ.

πάλλομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La vena sulla fronte di Jerry pulsava.

δυνατή βροχή

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pioggia battente continuò incessante per tutta la notte.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του battente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.