Τι σημαίνει το batteria στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης batteria στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του batteria στο Ιταλικό.

Η λέξη batteria στο Ιταλικό σημαίνει μπαταρία, μπαταρία, πυροβολαρχία, ο ρίπτης και ο λήπτης, πυροβολαρχία, πλήθος, μπαταρία, ηλεκτρικός μετασχηματιστής, σετ από ντραμς, ντραμς, προκριματικός, ντραμς, συστοιχία, φόρτιση, ξεφόρτιστος, σκεύη μαγειρικής, μαγειρικά σκεύη, που λειτουργεί με μπαταρίες, που λειτουργεί με μπαταρίες, βιομηχανική εκτροφή ζώων, μπαταρία νικελίου-καδμίου, ισχύς μπαταρίας, στρογγυλή μπαταρία, άδεια μπαταρία, ωοτόκα όρνιθα σε κλουβί, εκτροφή σε κλωβοστοιχίες, πόλοι της μπαταρίας, πέφτει η μπαταρία, βάζω μπροστά το αυτοκίνητο με καλώδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης batteria

μπαταρία

sostantivo femminile (veicoli) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La batteria si è scaricata perché Wilma ha lasciato i fari accesi tutta la notte.
Η μπαταρία εξαντλήθηκε γιατί η Βίλμα άφησε τους προβολείς ανοιχτούς όλη τη νύχτα.

μπαταρία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La batteria pesa più del resto del computer portatile.

πυροβολαρχία

sostantivo femminile (militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο ρίπτης και ο λήπτης

sostantivo femminile (baseball) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυροβολαρχία

sostantivo femminile (militare)

πλήθος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il paziente è stato sottoposto a una serie di test medici.
Ο ασθενής υπεβλήθη σε πλήθος ιατρικών εξετάσεων.

μπαταρία

sostantivo femminile (elettrica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La radio portatile è alimentata da due batterie stilo.
Το φορητό ραδιόφωνο χρειάζεται τέσσερις μπαταρίες τύπου ΑΑ.

ηλεκτρικός μετασχηματιστής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Questa batteria si sta scaricando. Ne avrò bisogno di una nuova al più presto.

σετ από ντραμς

sostantivo femminile (musica)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Adesso a casa mia c'è sempre chiasso: mio fratello ha ricevuto una batteria per il suo compleanno.

ντραμς

sostantivo femminile (musica)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sally suona la batteria in un complesso rock and roll.
Η Σάλυ παίζει ντραμς σε μια ροκ εν ρολ μπάντα.

προκριματικός

sostantivo femminile (sport)

Il vincitore della terza batteria ha corso più veloce dei più famosi avversari.

ντραμς

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ο Τζεφ παίζει ντραμς και κιθάρα.

συστοιχία

(μπαταρία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φόρτιση

sostantivo femminile (stato della batteria)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La batteria del mio cellulare si è scaricata.

ξεφόρτιστος

(batteria scarica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκεύη μαγειρικής, μαγειρικά σκεύη

που λειτουργεί με μπαταρίες

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που λειτουργεί με μπαταρίες

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιομηχανική εκτροφή ζώων

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per l'epidemia di malattie alle zampe e alla bocca furono ritenuti in parte responsabili i metodi di allevamento in batteria.

μπαταρία νικελίου-καδμίου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ισχύς μπαταρίας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il mio telefono non aveva tanto segnale, così ho guardato il livello della batteria ed era basso.

στρογγυλή μπαταρία

sostantivo femminile

Nessun negozio della città vendeva le pile a bottone che le servivano per la sua macchina fotografica.

άδεια μπαταρία

sostantivo femminile (καθομιλουμένη)

Non sono riuscito a chiamarti la notte scorsa, il mio cellulare aveva la batteria scarica e non avevo preso il caricabatterie.

ωοτόκα όρνιθα σε κλουβί

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκτροφή σε κλωβοστοιχίες

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πόλοι της μπαταρίας

sostantivo plurale maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Per far partire la macchina ha dovuto collegare i cavi di avviamento ai poli della batteria.

πέφτει η μπαταρία

verbo transitivo o transitivo pronominale (η συσκευή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω μπροστά το αυτοκίνητο με καλώδια

(auto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La batteria si era scaricata, così dovetti far partire la macchina con una batteria esterna.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του batteria στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.