Τι σημαίνει το rilevante στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rilevante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rilevante στο Ιταλικό.
Η λέξη rilevante στο Ιταλικό σημαίνει ιδιαίτερος, αξιοσημείωτος, επίκαιρος, σχετικός, αξιοσημείωτος, αξιόλογος, σημαντικός,αξιόλογος, επιβλητικός, σχετικός με κτ, ηχηρός, έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, σημαντικός, τεράστιος, σχετικός, ενδιαφέρων, αξιοσημείωτος, αισθητός, ουσιαστικός, σημαντικός, αξιόλογος, αισθητός, εμφανής, εντοπίζω, ανιχνεύω, εξαγοράζω, αγοράζω, εξαγοράζω, ανιχνεύω, εντοπίζω, παίρνω χαμπάρι, σημειώνω, αγοράζω, παρατηρώ, προσέχω, περιττός, κάτι που έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, συναφής πληροφορία, σχετική πληροφορία, σημαντικό γεγονός, περιττός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rilevante
ιδιαίτερος, αξιοσημείωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Smith scrive con una notevole conoscenza storica e una rilevante saggezza. |
επίκαιροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nonostante questo filosofo abbia scritto le sue opere circa cinquant'anni fa, queste sono ancora rilevanti. |
σχετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il contenzioso è stato risolto ricorrendo a leggi e precedenti attinenti. Η απόφαση για το θέμα ελήφθη με βάση τη σχετική νομοθεσία και τα δικαστικά προηγούμενα. |
αξιοσημείωτος, αξιόλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua tesi è notevole soprattutto per la totale mancanza di riferimenti bibliografici. |
σημαντικός,αξιόλογοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιβλητικόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mick è una figura eminente nel campo della scienza missilistica. |
σχετικός με κτaggettivo Questa dichiarazione non è rilevante ai fini della questione. |
ηχηρόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le pratiche religiose sono importanti nella mia famiglia |
έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος(non ordinario) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In quella partita ha giocato in modo eccezionale e non dovremmo aspettarci di vederlo così spesso a questo livello. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο τρόπος που έπαιξε σε αυτόν τον αγώνα ήταν έξοχος (or: εξαιρετικός), και δεν θα έπρεπε να περιμένουμε να ξαναδούμε τέτοιο επίπεδο από αυτόν ξανά σύντομα. |
σημαντικός, τεράστιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Melville ha avuto un'influenza considerevole sul suo stile. Ο Μελβίλ είχε σημαντική επιρροή στα γραπτά του. |
σχετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua testimonianza conteneva svariati nuovi fatti pertinenti. Η κατάθεσή του περιλάμβανε πολλά νέα σχετικά γεγονότα. |
ενδιαφέρων, αξιοσημείωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αισθητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non c'era alcun cambiamento di tempo evidente per i tre giorni successivi. Δεν υπήρχε καμιά αισθητή αλλαγή στον καιρό τις επόμενες τρεις μέρες. |
ουσιαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Speriamo di avere delle discussioni significative questo pomeriggio. Ελπίζουμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο σήμερα το απόγευμα. |
σημαντικός, αξιόλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tra gli ospiti illustri della cerimonia c'erano svariati primi ministri. Οι επίσημοι καλεσμένοι στην εκδήλωση περιελάμβαναν και αρκετούς πρωθυπουργούς. |
αισθητός, εμφανήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è una considerevole differenza tra la qualità del lavoro prodotto da questi due dipendenti. |
εντοπίζω, ανιχνεύω(misurare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il metal detector ha rilevato un oggetto metallico nella valigia del passeggero. Ο σαρωτής εντόπισε (or: ανίχνευσε) ένα μεταλλικό αντικείμενο στην αποσκευή του επιβάτη. |
εξαγοράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (εταιρεία, μετοχές κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nostra azienda sta per rilevare la sua concorrente. |
αγοράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo rilevato tutta la fornitura del prodotto del negozio. Αγοράσαμε όλα τα αποθέματα του προϊόντος στο κατάστημα. |
εξαγοράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La multinazionale ha rilevato (or: acquistato) due aziende minori con l'accordo del mese scorso. Η εταιρεία εξαγόρασε δύο μικρότερες επιχειρήσεις στη συμφωνία του προηγούμενου μήνα. |
ανιχνεύω, εντοπίζω(sensore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scanner di sicurezza ha rilevato qualcosa di strano. Ο σαρωτής ασφαλείας εντόπισε κάτι περίεργο. |
παίρνω χαμπάριverbo transitivo o transitivo pronominale (accorgersi di [qlcs]) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν τον είχα πάρει καν χαμπάρι πριν τον δω σε αυτήν τη ρομαντική κωμωδία. Τώρα είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός! |
σημειώνω(rilevare) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ha fatto notare che la casa aveva bisogno di riparazioni, lei è stata d'accordo. |
αγοράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρατηρώ, προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il buco nella recinzione che Jim aveva notato il giorno prima era diventato più grande. |
περιττός(formale) (δεν είναι απαραίτητος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάτι που έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρονlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συναφής πληροφορία, σχετική πληροφορίαsostantivo maschile |
σημαντικό γεγονόςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιττόςlocuzione aggettivale (δεν είναι απαραίτητος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rilevante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του rilevante
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.